WHBC-GR: O Mπόουι, ο Τζάγκερ, η Ιμάν και η... μαμά

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

O Mπόουι, ο Τζάγκερ, η Ιμάν και η... μαμά

Υπάρχουν πράγματα που δεν γνωρίζουμε για τον Ντέιβιντ Μπόουι; Έχουν μείνει μυστικά και κρυφές ιστορίες ύστερα από τόσες βιογραφίες και δημοσιεύματα; Χαμαιλέων κι αντισυμβατικός...

Είδωλο και μουσική μεγαλοφυΐα. Καλλιτέχνης σε κάθε κύτταρο του και περσόνα που μάλλον δεν έχουμε ακόμα αποκρυπτογραφήσει, ο Ντέιβιντ Μπόουι έζησε μια ζωή που αφενός δεν χωρά σε κανένα βιβλίο, αφετέρου όσοι τόμοι κι αν γραφτούν θα τους «καταναλώνουμε» με την ίδια λαχτάρα.

Ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατό του η δημοσιογράφος και συγγραφέας Γουέντι Λι κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αστάρτη σε μετάφραση Ιόλης Σίμου και πρόλογο του Γιώργου Βουδικλάρη μια νέα βιογραφία με τίτλο «Bowie».

Ξεκίνησε να τη γράφει δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Λευκού Δούκα, καθώς αποφάσισε –σαν από ένστικτο– να συλλέξει πληροφορίες για τον άνδρα που άλλαξε τη μουσική ιστορία, ώστε να καταγράψει με λεπτομέρειες τη ζωή του και την πορεία της καριέρας του. Και μέχρι ένα σημείο το καταφέρνει.

📷Με την Aντζι και τον γιό τους Zowie το 1974

Η ευγένειά του, το πολυδιάστατο ταλέντο του, η βαθιά ριζωμένη ανάγκη του για απομόνωση και η τάση προς τον αντικομφορμισμό, o φόβος του μην και κληρονομήσει τα γονίδια της σχιζοφρένειας από την οικογένειά του, η πολύτιμη εμπειρία που απέκτησε από τον χώρο της διαφήμισης στο πλασάρισμα προϊόντων και την αυτοπροβολή, οι σεξουαλικές του δοκιμές και οι ερωτικές κατακτήσεις, η αχαλίνωτη ορμή του (ο ίδιος είχε παραδεχτεί στο ραδιόφωνο του BBC το 1977 ότι «την έπεφτε σε όλους και όλες.

Πέρασα καλά μέσω αυτής της αδιάλειπτης ασυδοσίας κι ανευθυνότητας»), οι περιπέτειες με τα ναρκωτικά, ο τρόπος που έχτισε όλες αυτές τις περσόνες. Όλα περνάνε από τις σελίδες της νέας βιογραφίας.

📷Dana Gillespie & David Bowie

Αλλά και τα πρόσωπα που τον καθόρισαν είναι σχεδόν όλα εκεί μαζί με δεκάδες γνωστές κι ανείπωτες ως τώρα ιστορίες: η νεανική του αγάπη Ντάνα Γκιλέσπι, η κολλητή του για πάνω από σαράντα χρόνια Κοκό, η οποία ποτέ δεν συμπάθησε καμιά σύντροφό του, η μητέρα του Σλας (των Guns ’N’ Roses) ενδυματολόγος Ολα Χάντσον, με την οποία είχε σχέσεις, ο Μικ Τζάγκερ και η μεταξύ τους αμφίθυμη σχέση που ξεκινούσε από τον ανταγωνισμό κι έφτανε ώς τις κρυφές σεξουαλικές συνευρέσεις, ο Ιγκι Ποπ και ο τρόπος που αγωνίστηκε να τον απομακρύνει από τα ναρκωτικά, η αλληλοεκτίμηση με τον Τζον Λένον, η πρώτη του σύντροφος, η τρελάρα Αντζι, με την οποία έμειναν μαζί για χρόνια δοκιμάζοντας ασταμάτητα ο ένας τα όρια του άλλου, ο γιος του Ντάνκαν και πώς ο ερχομός του έκανε τον Μπόουι να ανακαλύψει μια πιο παραδοσιακή-συντηρητική πλευρά (ναι, είχε και τέτοια), η Ιμάν και η απόλυτη αφοσίωσή του στην κοινή τους ζωή, η περίφημη έκθεση στο Μουσείο V & A, που σύμφωνα με τον αστικό μύθο δεν πήγε ποτέ –τουλάχιστον φανερά– να επισκεφθεί.

Η περίφημη «Λόγχη της αγάπης»

Η βιογραφία ξεκινά από την ημέρα του γάμου του με την Ιμάν, τη γυναίκα που τον μεταμόρφωσε από «αμφιφυλόφιλο, ασύδοτο, μανιακό του σεξ σε έναν ρομαντικό, απολύτα ερωτευμένο εραστή». Θέλοντας, μάλιστα, να δώσει γρήγορες απαντήσεις η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για το οικογενειακό του περιβάλλον.

📷Με τον Μικ μετά από ένα πάρτι γενεθλίων

Έτσι μαθαίνουμε ότι από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη για το διάβασμα (δεν σταματούσε να διαβάζει ούτε όταν έκανε χρήση ουσιών) αλλά και τη μανία για το κάπνισμα (αγαπημένη μάρκα και των δυο ήταν τα Player’s). Ενώ, από την περίφημη αλλά σκληρή και υπεύθυνη για πολλά δεινά μαμά Πέγκι που ποτέ «δεν τον αγκάλιαζε και δεν ήταν τρυφερή μαζί του» είχαν κοινό το ταλέντο στη μουσική.

Η αλήθεια είναι ότι στο βιβλίο υπάρχει μια διάσπαρτη καταγραφή γεγονότων που δεν βοηθά την αφήγηση (αν και βαλμένη με χρονολογική σειρά). Οι μαρτυρίες που συμπεριέλαβε άλλοτε δεν επικεντρώνουν στην ουσία κι άλλοτε είναι εξαντλητικές σε φλυαρία (είναι επίσης προφανές πως η μετάφραση καθόλου δεν βοηθά).

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες από τον αστραφτερό κόσμο της μουσικής και τον τρόπο που κατά διαστήματα αυτός καθόρισε τη σεξουαλική του ζωή.

Η Γουέντι Λι δεν παραλείπει επίσης να περιγράψει μια εποχή όπου η μουσική μπορούσε να αλλάξει τη ζωή όποιου ήταν πρόθυμος να αφεθεί σε αυτήν. Έτσι, ήδη από το κεφάλαιο τρία (έχει τίτλο «Selling himself to the world»), διαβάζουμε για τις πρώιμες δοκιμασίες του στα συγκροτήματα Kon-Rads, King Bees, Manish Boys, τις επαφές με ατζέντηδες αλλά και το Swinging London (όπως ονόμασαν οι Τάιμς εκείνη την ακμάζουσα βιομηχανία της μόδας και της κουλτούρας του Λονδίνου).

📷Με την Ιμάν γνωρίστηκαν 14 Οκτωβρίου 1990. Ενα χρόνο μετά, την ίδια ημερομηνία τής έκανε πρόταση γάμου σε ένα πλοίο που διέσχιζε τον Σηκουάνα 

Στο κεφάλαιο έξι («On the wild side») η συγγραφέας περνά στις λεπτομέρειες που εκείνος ποτέ δεν έκρυψε σχετικά με την αχαλίνωτη και διαρκώς πειραματιζόμενη σεξουαλική του ζωή. Με κάποιο μαγικό τρόπο, και χωρίς αναγκαστικά να δημιουργούνται παρεξηγήσεις, γυναίκες και άντρες εναλλάσσονταν και, κυρίως, συνυπήρχαν στη ζωή του με φρενήρεις ρυθμούς.

Βεβαία η συγγραφέας είχε φροντίσει νωρίτερα στο βιβλίο να ξεκαθαρίσει πως ο Ντέιβιντ Μπόουι ήξερε πώς να χειραγωγεί τους γύρω του είτε χρησιμοποιώντας τη σεξουαλική του γοητεία, είτε τα πλούσια προσόντα του. «Περιφερόταν μέσα στο διαμέρισμα με το μακρύ, βαρύ πέος του να ταλαντεύεται δεξιά κι αριστερά, σαν εκκρεμές... Καθόλου συνεσταλμένος για το δώρο αυτό της φύσης, πρόβαλλε με περηφάνια τα προσόντα του, συνήθιζε να φοράει τα πιο στενά παντελόνια για να τα επιδεικνύει».

Ενώ η Αντζι στη δεύτερη αυτοβιογραφία που έγραψε για τον Μπόουι («Backstage Passes») χαρακτηρίζει το πέος του «λόγχη της αγάπης» και παραδέχεται πως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του τα προσόντα αποδείχτηκαν πολύτιμα στις επαφές του με ομοφυλόφιλους άνδρες της μουσικής βιομηχανίας.

Αλήθεια ή ψέμα, η Αμερικανίδα Αντζι ήξερε να μοσχοπουλάει ό,τι έζησε μαζί του. Ο γάμος τους υπήρξε θυελλώδης από την πρώτη μέρα (στην τελετή οι δυο τους αντί για βέρες χρησιμοποίησαν τέσσερα περουβιανά ασημένια βραχιόλια που καθένας φορούσε από δύο στον καρπό του), μέχρι τις πρώτες απολαβές της επιτυχίας που βίωσαν μαζί (μετά τη σαρωτική επιτυχία του «Space Oddity», ο Ντέιβιντ μεταμορφώθηκε σε καλομαθημένο πρίγκιπα κι εκείνη είχε καταφέρει μια χαρά να τον χειραγωγεί) αλλά και τον τρόπο που μετέτρεψαν το σπίτι τους Haddon Hall σε ορμητήριο και κέντρο ακολασίας. Εκεί μέσα μάλιστα έγινε και η φωτογράφιση για το εξώφυλλο του άλμπουμ «The man who sold the world» που εκείνη την εποχή είχε ψιλοσοκάρει.

📷Η Aντζι και ο Ντέιβιντ στον γάμο τους, με τη μητέρα του Πέγκι, που ήρθε απρόσκλητη

Ο Ντέιβιντ Μπόουι με μακριά μαλλιά εμπνευσμένα από τους πίνακες των Προραφαηλιτών, ξαπλωμένος σε ένα ανάκλιντρο, φορώντας ένα φόρεμα του σχεδιαστή Μάικλ Φις. «Δεν ντρέπομαι καθόλου να το φορέσω. Φορώντας το ένιωθα να είμαι ο εαυτός μου», ισχυριζόταν και εξηγούσε: «Τα φορέματα είχαν φτιαχτεί για μένα. Δεν ήταν ραμμένα με μεγάλο ντεκολτέ.

Ηταν φορέματα για άνδρες, μεσαιωνικού τύπου θα έλεγα. Υπέροχα». Αυτά που έλεγε, ωστόσο, δεν τον εμπόδισαν να γίνει έξαλλος όταν πληροφορήθηκε πως στελέχη της αμερικανικής δισκογραφικής εταιρείας αρνήθηκαν να κυκλοφορήσουν στις ΗΠΑ αυτό το εξώφυλλο και επέλεξαν άλλο.

Ziggy Stardust σαν ένας κιτς πίνακας

To 1980 ήταν η χρονιά που υπογράφτηκε το διαζύγιό του με την Αντζι, αφού ο κατήφορος των τελευταίων ετών της κοινής τους ζωής δεν είχε τελειωμό. Σύμφωνα με τον διακανονισμό του δικαστηρίου, ο Μπόουι της πήρε την επιμέλεια του γιου της, Ντάνκαν, της παραχώρησε 750.000 στερλίνες και απέσπασε από εκείνη την δέσμευση ότι για 10 χρόνια δεν θα μιλήσει ποτέ για το γάμο τους. Φυσικά και δεν την τήρησε, καθώς ένας χρόνος πέρασε από την μέρα που εισέπραξε το ποσό και κυκλοφόρησε την πρώτη αυτοβιογραφία της με τίτλο «Free spirit».

Εκατομμύρια λέξεις έχουν γραφτεί, όμως, και για ένα ακόμα δημιούργημά του: τον Ziggy Stardust. H συγγραφέας της βιογραφίας αναφέρει πως από τον Μάρτιο του 1972 τρωγόταν να αλλάξει τα μαλλιά του, να διαλύσει κάθε κατεστημένο και προκατάληψη, να φτάσει στον κολοφώνα της δόξας έστω και μέσω της κακής του φήμης.

Έτσι, προέκυψε το θρυλικό στιγμιότυπο που διέλυσε κάθε ταμπού: στη διάρκεια μιας συναυλίας, ο Ντέιβιντ έπεσε στα γόνατα και ξεκίνησε να παίζει τις χορδές της κιθάρας του Μικ Ρόνσον σαν να του έκανε πεολειξία. «Θεωρώ ότι ο Ziggy ήταν σαν ένας μεγάλος κιτς πίνακας. Αναπολώντας τον δεν μπορώ να πω ότι μετανιώνω για τίποτα, μια και ευθυνόταν για πολλές από τις συναρπαστικές συγκυρίες της ζωής μου», είχε ο ίδιος δηλώσει.

Μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του αποτέλεσαν τόσο ο Μικ Τζάγκερ όσο και ο Τζον Λένον. Με τον πρώτο ήξεραν καλά πώς να διαχειρίζονται τον Τύπο, αλλά καθώς ο Μικ ήθελε να κρατήσει τα σκύπτρα του σταρ της εποχής, πίσω από τη φιλία τους αρχικά υπήρξε ένας καλά κρυμμένος ανταγωνισμός.

Έπειτα η Αντζι λέει ότι τους τσάκωσε στο κρεβάτι, αλλά οι πληροφορίες ελέγχονται. Με τον Λένον, από την άλλη, δέθηκαν μέσω της μουσικής, της εξάρτησής τους από τα ναρκωτικά αλλά και του ιδιότυπου βρετανικού τους χιούμορ. Μάλιστα μετά τη δολοφονία του –την οποία έκανε πολύ καιρό να αποδεχτεί– αύξησε την προσωπική του ασφάλεια και αναζωπύρωσε ακόμα μια φορά τη σχέση με τη μητέρα του.

📷Η Angie με τον David και τον μικρό Duncan  (Φωτογραφία: Roger Bamber / REX / Shutterstock (50280h) 

Σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, ήρθε η στιγμή να αποχαιρετήσει κι εκείνη. «Ήταν στην Αμερική στις 2 Απριλίου 2001, όταν η μητέρα του πέθανε από όγκο σε οίκο ευγηρίας στην Αγγλία. Ήταν 88 ετών... Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εκείνη περνούσε τρεις μήνες τον χρόνο στο σπίτι του Ντέιβιντ στην Ελβετία.Αλλά, παρά τη γενναιοδωρία που της έδειχνε, εκείνη παρέμενε ανικανοποίητη».

Αλλά η Πέγκι έτσι ήταν. Σε αντίθεση με εκείνον που οι μεταμορφώσεις και οι σαρωτικές αλλαγές υπήρξαν το οξυγόνο της ύπαρξής του, εκείνη δεν άλλαξε ποτέ. Όπως παρατηρεί η Γουέντι Λι στο βιβλίο, «είχε υπάρξει απαιτητική, εκρηκτική, απόμακρη και σνομπ.

Έγραφε ποιήματα, είχε εμμονή με την καθαριότητα, υπήρξε πάντα μια σιωπηλή υποστηρίκτρια της καριέρας του, ανίκανη να επιδείξει έντονα συναισθήματα. Κατά μια έννοια είχε υπάρξει η αδερφή ψυχή του. Και τώρα την είχε χάσει».

Τελικά τον μόνο θάνατο που δεν φοβήθηκε ήταν τον δικό του. Τόσο, που τον σχεδίασε με τρόπο που άφησε τον πλανήτη άφωνο να ψάχνει σήμερα –και μάλλον για πάντα– σε νέες βιογραφίες απαντήσεις που μόνο εκείνος μπορούσε να δώσει.





Δεν υπάρχουν σχόλια: