Από σήμερα Παρασκευή 31 Οκτωβρίου, την ίδια μέρα με την τελετή έναρξης του 55ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ντεμπουτάρει στην γκαλερί Artion της Θεσσαλονίκης μια έκθεση ζωγραφικής-φόρος τιμής στην παλιά τέχνη της κινηματογραφικής αφίσας...
Με επιρροές από την τέχνη της μεταξοτυπίας, με ακρυλικά και καμβάδες, και παίζοντας με πραγματικά ή φανταστικά σενάρια, ο Γιάννης Βαλυράκης αποτίει φόρο τιμής σε μια εποχή όπου η επικοινωνία μιας ταινίας δεν γινόταν με βιντεάκια στο YouTube και viral trailers, αλλά με γιγάντιες ζωγραφιές που απέναντί τους στεκόσουν με δέος και λατρεία!
Αγία Νοσταλγία
Αν σε αποκαλέσω vintage lover, θα παρεξηγηθείς; Σε έναν κόσμο όπου η κινηματογραφική αφίσα και η τέχνη της, όπως τη θυμόμαστε να δεσπόζει στην προμετωπίδα των σινεμά, μοιάζει να έσβησε ως μέσο πληροφορίας, ηττημένη από τα trailers στο YouTtube, γιατί επιμένεις να παίζεις και να δημιουργείς ως καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας τη ρετρό αισθητική της;
Γιατί να παρεξηγηθώ; Η παλιά τέχνη, της ζωγραφισμένης στο χέρι κινηματογραφικής αφίσας, έκανε το θεατή, ακόμη και τον περαστικό από τον κινηματογράφο να σταθεί και να δει πίσω και πέρα από το έργο που διαφήμιζε. Κι αυτή η προοπτική που είχε και έχει και σήμερα, ξεπερνάει το περιορισμένο ίσως ενδιαφέρον του σινεφίλ θεατή και ανοίγει το εύρος της επικοινωνίας με τον κόσμο. Προκαλεί συναισθήματα, δημιουργεί εικόνες, εκπλήσσει, αμφισβητεί, δίνει απαντήσεις ή αφήνει ερωτηματικά. Στην περίπτωσή μου μάλιστα, υπάρχει έντονο contrast ανάμεσα στο vintage ύφος της παλιάς αφίσας και στη δική μου τεχνική με τη χρήση των σπρέι, τις έντονες πινελιές και τα χρώματα.
Έχεις μια εμμονή, ένα κόλλημα να το πω, με το Χόλιγουντ και το αμερικανικό σινεμά; Γιατί, ας πούμε, δεν υπάρχει κάτι από ελληνικό κινηματογράφο ή ευρωπαϊκό σινεμά στη ζωγραφική σου;
Πριν από όλα, θέλω να κάνω ξεκάθαρη μια προσωπική θέση: Δεν πιστεύω σε στερεοτυπικές θεωρίες που θέλουν ό,τι κακό, άσχημο και επικίνδυνο να προέρχεται από την Αμερική. Αλίμονο δε, αν αυτή μπορεί να είναι άποψη στην Τέχνη… Γι' αυτό στην ερώτησή σου απαντώ ότι δεν είναι «κόλλημα», αλλά… ξεκόλλημα. Δηλαδή, αν μου αρέσει κάτι και είναι αμερικάνικο, θα συνεχίσει να μου αρέσει, όπως, αν δεν μου αρέσει και είναι ευρωπαϊκό… ντε και καλά, ε… δεν θα μου αρέσει…
Για την ιστορία πάντως, στο “Lights Off” στη Θεσσαλονίκη, το 1/3 της δουλειάς που εκθέτω είναι από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Έτυχε… Θα μπορούσε να είναι αποκλειστικά ευρωπαϊκός ή και το αντίθετο. Όσο για τον ελληνικό κινηματογράφο που με ρωτάς, έπεται συνέχεια.
Κοιτάζοντας τους πίνακές σου, αναπόφευκτα, στο θεατή κλείνει το μάτι η PopArt. Σωστό ή λάθος;
Ναι, έτσι είναι. Είμαι επηρεασμένος από την PopArt, αλλά δεν θα έλεγα ότι είναι η μοναδική επιρροή μου. Η Αrt Νouveau, η Street Art με όλη την ποικιλία των μορφών και των τεχνικών της, με γοητεύουν. Ακόμη και η αμερικάνικη εικονογράφηση στη χρυσή εποχή της έχει πολλά να μου πει για την Τέχνη.
Αλλά ναι, η αισθητική PopArt, κυρίως σ’ ό,τι αφορά τον αυθορμητισμό, τη δημιουργική υπερβολή, τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις και γενικότερα την υπέρβαση του παραδοσιακού, με ακουμπάει περισσότερο στη δουλειά μου.
Πώς διαλέγεις ένα θέμα; Με βάση ταινίες που τις έχεις ψηλά στην προσωπική σου μυθολογία, που κάποτε σε συντάραξαν, ή με «εμπορικά κριτήρια», δεδομένου του ότι ένα απόλυτα αναγνωρίσιμο πρόσωπο και σκηνή έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αγοραστούν από το θεατή-υποψήφιο πελάτη;
Εντάξει, θεωρώ το δίλημμα λίγο ρητορικό. Δεν υπάρχει δημιουργός, σε κάθε μορφή έκφρασης, που να θέλει να κρατήσει τη δουλειά του μόνο για τον εαυτό του. Στην ουσία, να μην «πουλήσει». Στη συγκεκριμένη δουλειά, το εμπορικό κριτήριο για το οποίο μιλάς είναι λίγο θολό. Είναι τέτοια η διάχυση της πληροφορίας στις μέρες μας, που υπάρχουν ταινίες που και να μην τις έχει δει κάποιος -είτε γιατί είναι «βαριές» για τα γούστα του, είτε γιατί, αντίθετα, είναι «ελαφρές»- σίγουρα θα έχει ακούσει γι’ αυτές, για το δημιουργό τους, για τους συντελεστές τους. Όταν βλέπω μια ταινία, δεν σκέφτομαι αν είναι εμπορική. Αν μου «μιλάει», αν κάτι μου βγάζει, αν με διεγείρει η παλέτα των χρωμάτων της, είναι για μένα έμπνευση, σκαλοπάτι. Αν αυτό το βγάλω στον καμβά και καταφέρει να «μιλήσει» και σε όσους δουν τη δουλειά μου, ακόμη καλύτερα. Τόσο απλά και ειλικρινά.
Μιας και το έφερε η κουβέντα: σε τι τιμές πουλάς; Κι αλήθεια, ζεις από τη ζωγραφική σου; Πόσο εύκολα ή δύσκολα, με πόσο πείσμα και με τι κόστος, ειδικά τώρα, στην εποχή της «Τέχνης στον καιρό της κρίσης»;
Ολόκληρη η γενιά μου, θες να πεις, στον καιρό της κρίσης… Θα σου πω, λοιπόν, πως η καθημερινότητά μου δεν είναι η ζωγραφική. Δεν ξυπνάω το πρωί και κάθομαι μπροστά στο καβαλέτο. Ασχολούμαι με διάφορα, σπούδασα διάφορα. Και δημιουργώ μέσα από διάφορα… Κάνω εικονογραφήσεις, 3D Visualizations (οπτικοποιήσεις) και Animations(κινούμενο σχέδιο) και φιλοδοξώ να ζω, να συνεχίσω να βιοπορίζομαι δημιουργώντας. Στον καιρό της κρίσης, η φαντασία –μέχρι να φτάσει στην… εξουσία- ας είναι παρεάκι μας. Γιατί η περίοδος, θέλει τόλμη, διορατικότητα, φαντασία για να ανακαλύψεις διεξόδους, νέους δρόμους. Έτσι την παλεύω εγώ…
Δώσε μας το τοπ 5 των αγαπημένων σου ταινιών. Και το τοπ 3 των αγαπημένων σου, ever, ζωγράφων.
Α… όχι. Ρώτα με να σου πω για τους σκηνοθέτες που παρακολουθώ με ευλάβεια και θα σου πω για τον Γκοντάρ, τα αδέρφια Κοέν, τον Ταραντίνο, τον Κεν Λόουτζ, τον Πολάνσκι. Στους ζωγράφους ο Τσέχος Αλφόνς Μούχα, ο Αμερικανός Ρόι Λιχτενστάιν, ο Αυστραλός Τζέρεμι Γκέντες Κι ορίστε κι ένας τέταρτος καταπληκτικός, «δικός» μας, ο Σταμάτης Λάσκος.
Νοσταλγείς την Ινγκλαντέρα; Γιατί επέστρεψες στην Αθήνα, αν δεν είμαι αδιάκριτος;
Ήταν μια εξαιρετικά εύκολη απόφαση για μένα. Χρειάστηκε απλώς να μεταφέρω το στούντιό μου στην Αθήνα… Στην Αγγλία δούλευα με τον ίδιο τρόπο που δουλεύω και σήμερα στην Αθήνα. Με πελάτες από απόσταση, με κόσμο από την Ευρώπη και την Αμερική, μέσω Internet βεβαίως. Δεν άλλαξε, από αυτή την άποψη, τίποτε για μένα… Εξάλλου, δεν θεωρώ ότι πόλεις σαν την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη έχουν λιγότερο πολιτιστικό παλμό από τα Midlands, ακόμη και από το Λονδίνο… Γιατί λοιπόν να είμαι εκεί κι όχι στον τόπο μου;
Και ναι: Νοσταλγώ τις μουσικές της, τον πολιτισμό της καθημερινότητάς της, τους φίλους που έχω εκεί. Αλλά με τίποτε δεν θέλω να θυμάμαι το κλίμα και τον καιρό της Αγγλίας. Πόσο μάλλον να τον νοσταλγώ…
Αναπόφευκτη ερώτηση: Πόσο το όνομα της μαμάς Μίνας σε βοήθησε ή σε άγχωνε, σε κατεύθυνε, σε εξέλιξε ή σε δυσκόλεψε στην έως τώρα πορεία σου; Αυτοψυχαναλυθείτε ελεύθερα, κύριε!
Προσπαθείς να το κάνεις κομψά, αλλά δεν τα καταφέρνεις. (γέλια) Αν, λοιπόν, θέλεις να με ρωτήσεις πόσο η μαμά Μίνα με «σπρώχνει» στη δική μου πορεία, θα σε απογοητεύσω. Μεγάλωσα με την αρχή -και την τηρώ σε κάθε έκφραση της ζωής μου- ότι ο καθένας κοιμάται όπως ο ίδιος στρώνει. Αν, πάλι, θέλεις να ρωτήσεις πόσο με επηρέασε το γεγονός ότι γεννήθηκα σε ένα σπίτι που τα χρώματα ήταν το πρώτο που αντίκρισα και με συνοδεύουν μέχρι σήμερα, θα σε ικανοποιήσω. Για όλους έχει σημασία το σπίτι που ανοίγουν τα μάτια τους - γιατί εγώ να είμαι η εξαίρεση;
Μερικά λόγια για τον καλλιτέχνη
O Γιάννης Βαλυράκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και τελείωσε τις βασικές του σπουδές, συνεχίζοντας με Αρχιτεκτονική Ανακαίνιση στην Πάτρα. Ακολούθησαν σπουδές πάνω στις τέχνες και το design (υποτροφία), στο Loughborough School of Arts της Αγγλίας, Μεταξοτυπίας στο South Nottingham College και Οπτικών Τεχνών (Visual Arts) στο Central College Nottingham
Ο μεταπτυχιακός του τίτλος είναι στην Απεικόνιση και Εικονογράφηση (MA in 2D & 3D Visualization and Illustration). Έχει εργαστεί στην Αγγλία, όπου διατηρούσε προσωπικό στούντιο ως ελεύθερος επαγγελματίας και έχει εκθέσει και συνεργαστεί στα Backlit Studios και Surface Gallery του Nottingham. Έργα του βασισμένα στην παλιά τεχνική της ζωγραφισμένης στο χέρι κινηματογραφικής αφίσας θα παρουσιάζονται 31/10 - 18/11 στην ατομική του έκθεση στην γκαλερί Artion στη Θεσσαλονίκη (Mητροπόλεως 6, 2310 2531113) με αφορμή και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης.
Γιάννης Βαλυράκης, “Lights Off”. Artion galleries, Μητροπόλεως 96, Θεσσαλονίκη. Τηλ.2310 253113
Στέφανος Τσιτσόπουλος για το Athens Voice
Στέφανος Τσιτσόπουλος για το Athens Voice
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου