"Οι μηχανόβιοι" είναι ο τίτλος του βιβλίου του Κώστα Ζαχαρόπουλου και Ηλία Μπαρμπίκα, που κυκλοφορεί τη Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Πρόκειται για μια συλλογή με ιστορίες γραμμένες από ιππότες της ασφάλτου...
Προδημοσίευση:
Στο πανηγύρι, με κλεμμένη μηχανή
Γιωργος Γραμματικακης
αστροφυσικός-συγγραφέας, Ηράκλειο Κρήτης
Θα σου πω την πρώτη εμπειρία που είχα με μηχανή. Κάποιο βράδυ μ’ ένα φίλο αποφασίσαμε να πάμε σε πανηγύρι στο Αρκαλοχώρι, και δεν είχαμε μέσον. Ένας θείος μου είχε μια πάρα πολύ καλή μηχανή, ξεχνάω τα χαρακτηριστικά της – μικρούλα ήτανε, για πολιτισμένη οδήγηση. Ήξερα πού τη φύλαγε και ήξερα ότι αν του τη ζήταγα, δε θα μου την έδινε ποτέ. Οπότε πήγαμε και την κλέψαμε, να πάμε στο Αρκαλοχώρι, να γυρίσουμε το πρωί και να μη φανεί τίποτα.
Δεν είχα ιδέα πώς οδηγείται μια μηχανή, και ήταν περιπέτεια να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε και οι δυο επάνω. Τελικά τα καταφέραμε, πήγαμε στο Αρκαλοχώρι, γλεντήσαμε όλο το βράδυ, και ξημερώματα, καθώς φεύγαμε από το χωριό, μας συλλάβανε. Ο θείος μου είχε δει ότι λείπει η μηχανή του και είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Μας πήγαν μέσα, αυτόφωρο, περάσαμε άσχημα μέχρι να έρθει ο θείος. Γελώντας και ταυτόχρονα εξοργισμένος, μου λέει:
«Ρε συ, γιατί δε μου τη ζήταγες;»
«Δε θα μου την έδινες...»
«Αφού δεν ξέρεις να οδηγείς».
«Να όμως που έμαθα!»
Πολύ αργότερα, βρέθηκα για δυο χρόνια στο CERΝ, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών, στη Γενεύη. Ήταν μια από τις λίγες περιόδους της ζωής μου που είχα οικονομική άνεση κι αποφάσισα ν’ αγοράσω μια δική μου μηχανή. Μου αρέσανε πάντα οι μηχανές που έχουν μια αισθητική ομορφιά, όπως οι Νόρτον, οι Ντουκάτι...
Πήγα λοιπόν κι αγόρασα μια Ντουκάτι, λίγο μεταχειρισμένη, και το πρώτο μου ταξίδι ήταν Γενεύη – Αθήνα, διασχίζοντας όλη την Ιταλία. Στην αρχή ήμουν τρομαγμένος, αλλά σιγά σιγά έπαιρνα θάρρος και μου άρεσε πάρα πολύ. Έκανα πράγματα που ακόμα νοσταλγώ, δηλαδή μεγάλες ταχύτητες, να προσπερνάω αυτοκίνητα, είχα εντελώς ενθουσιαστεί.
Μετά οι υποχρεώσεις της ζωής με κάνανε να «πουλήσω» την Ντουκάτι, δηλαδή περίπου τη χάρισα σ’ ένα γνωστό μου. Τον είδα τελευταία και την έχει ακόμα. Τριάντα χρονών μηχανή! Την περιποιείται, τη γυαλίζει... Μου αρέσει πάντα να τη βλέπω. Είναι όπως οι μεγάλοι έρωτες. Ξεθωριάζουν με το χρόνο, δεν παύουν όμως ποτέ να προκαλούν συγκίνηση.
Όταν πρωτοήρθε το αλκοτέστ στην Καρδίτσα
Θ.Δ.
Καρδίτσα
«Ήμουνα ένα βράδυ σε κάτι φίλους και τα πίναμε. Επιστρέφοντας με τη μηχανή σπίτι μου, έπεσα σε μπλόκο της τροχαίας. Ήταν η εποχή που είχαν πρωτοέρθει στην Καρδίτσα τα αλκοτέστ. Έρχεται ο τροχαίος με το μετρητή στο χέρι να μου ζητήσει να φυσήξω, και επειδή η πόλη είναι μικρή και λίγο πολύ όλοι γνωριζόμαστε, ήταν παλιός μου συμμαθητής. Τον παρακάλεσα να κάνει τα στραβά μάτια, αλλά μου είπε πως στο μπλόκο υπήρχε αρχιμπάτσος που είχε έρθει από την Αθήνα και πως ήταν αναγκασμένος να με βάλει να φυσήξω. Φύσηξα, ο μετρητής πήγε στο κόκκινο κι έφυγα με τα πόδια και δυο κλήσεις στην τσέπη, τη δεύτερη επειδή δε φορούσα κράνος.
»Την επόμενη μέρα πήγα στο τμήμα να δω τι μπορεί να γίνει. Συνάντησα το συμμαθητή μου και του γκρίνιαξα για τις κλήσεις, να μου τις σβήσει και τέτοια, κι αυτός μου είπε την ιστορία.
»Αυτός και οι συνάδελφοί του γενικά δεν καίγονταν να στήνονται σε μπλόκα, να σταματάνε τον κόσμο και να κάνουν αλκοτέστ. Έτσι, αντί να ξεροσταλιάζουν στους δρόμους, κάθονταν στα καφενεία κι έπιναν τσίπουρα. Για να περνάει ευχάριστα η ώρα, μετά το δεύτερο τρίτο τσίπουρο έπαιρναν τους μετρητές και φύσαγαν, κάνοντας ένα είδος κόντρας, ποιος θα πιάσει μεγαλύτερο νούμερο.
»Όμως δεν ήξεραν πως οι μετρητές κρατάνε στη μνήμη τους όλα τα φυσήματα... Έτσι κάποια μέρα ήρθε έλεγχος από την Αθήνα και διαπιστώθηκε ότι οι κλήσεις που είχαν δοθεί ήταν πολύ λιγότερες από τα φυσήματα άνω του κόκκινου που είχαν καταγραφεί στο μετρητή. Έπεσαν γκάζια χοντρά και μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση δεν υπήρχε η παραμικρή επιείκεια. Ούτε για παλιούς συμμαθητές»...
protagon
Δεν είχα ιδέα πώς οδηγείται μια μηχανή, και ήταν περιπέτεια να προσπαθούμε να ισορροπήσουμε και οι δυο επάνω. Τελικά τα καταφέραμε, πήγαμε στο Αρκαλοχώρι, γλεντήσαμε όλο το βράδυ, και ξημερώματα, καθώς φεύγαμε από το χωριό, μας συλλάβανε. Ο θείος μου είχε δει ότι λείπει η μηχανή του και είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Μας πήγαν μέσα, αυτόφωρο, περάσαμε άσχημα μέχρι να έρθει ο θείος. Γελώντας και ταυτόχρονα εξοργισμένος, μου λέει:
«Ρε συ, γιατί δε μου τη ζήταγες;»
«Δε θα μου την έδινες...»
«Αφού δεν ξέρεις να οδηγείς».
«Να όμως που έμαθα!»
Πολύ αργότερα, βρέθηκα για δυο χρόνια στο CERΝ, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών, στη Γενεύη. Ήταν μια από τις λίγες περιόδους της ζωής μου που είχα οικονομική άνεση κι αποφάσισα ν’ αγοράσω μια δική μου μηχανή. Μου αρέσανε πάντα οι μηχανές που έχουν μια αισθητική ομορφιά, όπως οι Νόρτον, οι Ντουκάτι...
Πήγα λοιπόν κι αγόρασα μια Ντουκάτι, λίγο μεταχειρισμένη, και το πρώτο μου ταξίδι ήταν Γενεύη – Αθήνα, διασχίζοντας όλη την Ιταλία. Στην αρχή ήμουν τρομαγμένος, αλλά σιγά σιγά έπαιρνα θάρρος και μου άρεσε πάρα πολύ. Έκανα πράγματα που ακόμα νοσταλγώ, δηλαδή μεγάλες ταχύτητες, να προσπερνάω αυτοκίνητα, είχα εντελώς ενθουσιαστεί.
Μετά οι υποχρεώσεις της ζωής με κάνανε να «πουλήσω» την Ντουκάτι, δηλαδή περίπου τη χάρισα σ’ ένα γνωστό μου. Τον είδα τελευταία και την έχει ακόμα. Τριάντα χρονών μηχανή! Την περιποιείται, τη γυαλίζει... Μου αρέσει πάντα να τη βλέπω. Είναι όπως οι μεγάλοι έρωτες. Ξεθωριάζουν με το χρόνο, δεν παύουν όμως ποτέ να προκαλούν συγκίνηση.
Όταν πρωτοήρθε το αλκοτέστ στην Καρδίτσα
Θ.Δ.
Καρδίτσα
«Ήμουνα ένα βράδυ σε κάτι φίλους και τα πίναμε. Επιστρέφοντας με τη μηχανή σπίτι μου, έπεσα σε μπλόκο της τροχαίας. Ήταν η εποχή που είχαν πρωτοέρθει στην Καρδίτσα τα αλκοτέστ. Έρχεται ο τροχαίος με το μετρητή στο χέρι να μου ζητήσει να φυσήξω, και επειδή η πόλη είναι μικρή και λίγο πολύ όλοι γνωριζόμαστε, ήταν παλιός μου συμμαθητής. Τον παρακάλεσα να κάνει τα στραβά μάτια, αλλά μου είπε πως στο μπλόκο υπήρχε αρχιμπάτσος που είχε έρθει από την Αθήνα και πως ήταν αναγκασμένος να με βάλει να φυσήξω. Φύσηξα, ο μετρητής πήγε στο κόκκινο κι έφυγα με τα πόδια και δυο κλήσεις στην τσέπη, τη δεύτερη επειδή δε φορούσα κράνος.
»Την επόμενη μέρα πήγα στο τμήμα να δω τι μπορεί να γίνει. Συνάντησα το συμμαθητή μου και του γκρίνιαξα για τις κλήσεις, να μου τις σβήσει και τέτοια, κι αυτός μου είπε την ιστορία.
»Αυτός και οι συνάδελφοί του γενικά δεν καίγονταν να στήνονται σε μπλόκα, να σταματάνε τον κόσμο και να κάνουν αλκοτέστ. Έτσι, αντί να ξεροσταλιάζουν στους δρόμους, κάθονταν στα καφενεία κι έπιναν τσίπουρα. Για να περνάει ευχάριστα η ώρα, μετά το δεύτερο τρίτο τσίπουρο έπαιρναν τους μετρητές και φύσαγαν, κάνοντας ένα είδος κόντρας, ποιος θα πιάσει μεγαλύτερο νούμερο.
»Όμως δεν ήξεραν πως οι μετρητές κρατάνε στη μνήμη τους όλα τα φυσήματα... Έτσι κάποια μέρα ήρθε έλεγχος από την Αθήνα και διαπιστώθηκε ότι οι κλήσεις που είχαν δοθεί ήταν πολύ λιγότερες από τα φυσήματα άνω του κόκκινου που είχαν καταγραφεί στο μετρητή. Έπεσαν γκάζια χοντρά και μέχρι να ξεχαστεί η υπόθεση δεν υπήρχε η παραμικρή επιείκεια. Ούτε για παλιούς συμμαθητές»...
protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου