των Έλενας Μπούλια, Νικόλα Γεωργιακώδη
Μπορεί ο γάμος να αφορά κατά κύριο λόγο μόνο δύο, το διαζύγιο όμως, ειδικά αν πρόκειται για μία εξέλιξη που δεν επιθυμούν και οι δύο, αφορά πολύ περισσότερα άτομα που θέλοντας και μη συμμετέχουν στην πιο ψυχοφθόρα διαδικασία από την οποία μπορεί να περάσει μία σχέση...
Σε ένα διαζύγιο τα προσχήματα καταρρίπτονται. Τα δύο μέρη αποκαλύπτουν συχνά τον χειρότερο εαυτό τους, τρίτοι άνθρωποι επεμβαίνουν για να στηρίξουν (δημιουργώντας συχνά ακόμα περισσότερα προβλήματα), τα χρήματα δείχνουν να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, ενώ τα παιδιά -αν υπάρχουν- είναι τις περισσότερες φορές οι δυστυχέστεροι αποδέκτες συναισθημάτων που δύσκολα θα καταφέρουν ποτέ να ξεχάσουν – ακόμα και αν συγχωρήσουν.
Δύο επαγγελματίες με πείρα στα διαζύγια, ένας δικηγόρος και μία ψυχολόγος, λύνουν απορίες, δίνουν συμβουλές και αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία τις νομικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της κρισιμότερης στιγμής του γάμου.
Το Νομικό πλαίσιο
Τα διαζύγια, η οικονομική κρίση και η… ισότητα των δύο φύλων
Όπως μαθαίνουμε από τον κ. Αθανάσιο Τσίτσο, Δικηγόρο με πολυετή πείρα στον χώρο, ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν να κάνουν με διαζύγια έχει μεγαλώσει δραματικά τα τελευταία χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα και λόγω της οικονομικής κρίσης.
Τα ποσοστά ανδρών και γυναικών, όσον αφορά στο ποιος είναι αυτός που ζητάει διαζύγιο είναι σχεδόν τα ίδια. «Δεν μπορώ να σας δώσω συγκεκριμένο αριθμό, αλλά θεωρώ ότι τα ποσοστά είναι περίπου τα ίδια. Ίσως ένα 5 με 8 τοις εκατό περισσότεροι άνδρες», αναφέρει ο κ. Τσίτσος.
Τα αίτια και ο «ενωτικός» ρόλος του Δικηγόρου
Κατά κύριο λόγο και σε ένα ποσοστό της τάξης του 80-90 τοις εκατό, η συχνότερη αιτία που οδηγεί ένα ζευγάρι στο να πάρει διαζύγιο είναι η ασυμφωνία χαρακτήρων, ο λεγόμενος «ισχυρός κλονισμός» δηλαδή, που προκαλείται στις σχέσεις του ζευγαριού και ο οποίος οδηγεί εν τέλει στη ρήξη.
Ο δικηγόρος στον οποίο θα απευθυνθεί το ζευγάρι από την άλλη πλευρά, είναι υποχρεωμένος από τη δεοντολογία του να κάνει προσπάθειες για να «τα βρει» ξανά το ζευγάρι.
«Ένας σωστός και επαγγελματίας δικηγόρος θα μπορέσει να διακρίνει σε τι κατάσταση βρίσκεται η έγγαμη συμβίωση και δεοντολογικά να συμβάλλει στο να διατηρηθεί ο γάμος», τονίζει ο κ. Τσίτσος, κάτι που έχει κάνει και ο ίδιος αρκετές φορές με τους πελάτες του.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όμως, τα τέσσερα από τα πέντε ζευγάρια τα οποία προσπαθούν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο γάμο τους με την βοήθεια δικηγόρου, συνήθως επιστρέφουν ξανά σε αυτόν για να του ξαναδώσουν εντολή διαζυγίου.
Πόσος χρόνος χρειάζεται για να βγει ένα διαζύγιο;
Ο χρόνος που χρειάζεται για να βγει ένα διαζύγιο εξαρτάται άμεσα από το αν θα είναι συναινετικό ή αντιδικία, καθώς και με την χρονική περίοδο κατά την οποία το ζευγάρι θα απευθυνθεί σε δικηγόρο (χειμώνας/ καλοκαίρι).
«Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, γίνεται σε δύο δικαστήρια τα οποία απέχουν μεταξύ τους έξι μήνες. Επομένως, στην καλύτερη περίπτωση το συναινετικό διαζύγιο βγαίνει μέσα σε ένα οχτάμηνο. Στην χειρότερη μπορεί να βγει και μέσα σε δέκα μήνες», αναφέρει σχετικά ο κ. Τσίτσος.
Το καλοκαίρι αποτελεί «νεκρή περίοδο» για τα δικαστήρια, επομένως η καλύτερη περίοδος για να γίνει η δικάσιμος είναι τον χειμώνα. Σε αυτή τη περίπτωση, η επόμενη δικάσιμος γίνεται μετά από έξι μήνες και το ζευγάρι έχει στα χέρια του το διαζύγιο πριν από το επόμενο καλοκαίρι.
Σε περίπτωση βέβαια που υπάρχει αντιδικία, το χρονικό διάστημα αυξάνεται δραματικά. Όπως αναφέρει σχετικά: «Αν κατατεθεί αγωγή που θα έχει σαν λόγους διαζυγίου την διάσπαση ή τον ισχυρό κλονισμό ή την ασυμφωνία χαρακτήρων ή οποιονδήποτε άλλο λόγο, η αγωγή αυτή θα προσδιοριστεί μετά από ενάμισι με δύο χρόνια. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι αν πάρει και αναβολή η άλλη πλευρά, τότε δικάζεται μέσα σε περίπου τρία χρόνια.
Αν η υπόθεση πάει σε εφετείο, τότε υπολογίστε ακόμα έναν χρόνο, εκτός και αν πάρει ξανά αναβολή η άλλη πλευρά και ούτω καθ ‘ εξής…» και καταλήγει: «Το συναινετικό διαζύγιο μπορεί να έχει τελειώσει μέσα σε οκτώ με δέκα μήνες, ο,τι έχει σχέση με αντιδικία το ζευγάρι θα πρέπει να υπολογίσει περίπου πέντε χρόνια με τα σημερινά δεδομένα».
Η επιμέλεια και η διατροφή του παιδιού
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την επιμέλεια του παιδιού την παίρνει η μητέρα. Ο πατέρας από τη πλευρά του, έχει το δικαίωμα της επικοινωνίας. Δηλαδή, μπορεί να βλέπει το παιδί σε ορισμένα χρονικά διαστήματα τα οποία έχουν προκαθοριστεί με ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο αναφέρονται συγκεκριμένα οι μέρες και οι ώρες. Αν οι δύο γονείς δεν συμφωνήσουν για τις ώρες επικοινωνίας, τότε το δικαστήριο αποφασίζει για το πώς θα ασκηθεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του ενός με το παιδί. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις: «Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπου η μητέρα πάσχει από ανίατη ασθένεια ή δεν έχει σώας τας φρένας, η επιμέλεια του παιδιού πηγαίνει στον πατέρα», αναφέρει ο κ. Τσίτσος.
Σε ο,τι έχει να κάνει με την διατροφή, ο πατέρας είναι αυτός που την… πληρώνει (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ενώ το ποσό καθορίζεται συνήθως από το δικαστήριο ανάλογα με τα εισοδήματα του πατέρα και με γνώμονα το να μη διακυβεύεται η ποιότητα ζωής του. Η διατροφή καταβάλλεται στη μητέρα, μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού, ενώ δίδεται και η σχετική απόδειξη στον πατέρα.
Το μικρό εισόδημα, όμως, δεν είναι πάντα κριτήριο για το μέγεθος της διατροφής. «Σε περίπτωση που ο πατέρας έχει χαμηλό εισόδημα, αλλά διαθέτει κάποια ακίνητη περιουσία, θα πρέπει να την εκποιήσει για να μπορέσει να δώσει τη διατροφή του παιδιού του», μας πληροφορεί ο κ. Τσίτσος.
Το κόστος του (επίσημου) χωρισμού
Το κόστος για τον καθένα από το ζευγάρι έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με την επιλογή δικηγόρου. Ένας νέος στον χώρο δικηγόρος θα πάρει σαφώς λιγότερα από κάποιον ο οποίος «μετράει» χρόνια στον χώρο και ο οποίος έχει μεγαλύτερο φορολογητέο συντελεστή. Έτσι ενδεικτικά, σε περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, η αμοιβή ενός νέου δικηγόρου υπολογίζεται περίπου στα 1000 ευρώ, με το ποσό να διπλασιάζεται σχεδόν στην περίπτωση επιλογής ενός «παλιού».
Μπορεί βέβαια, ο νέος να είναι… ωραίος (και φθηνός) αλλά ο γονιός θα πρέπει να προσέξει αρκετά στην επιλογή του και να λάβει σοβαρά υπ’ όψη τον παράγοντα «εμπειρία». Στο συναινετικό διαζύγιο ίσως να μην έχει τόσο σημαντικό ρόλο ο εν λόγω παράγοντας, αλλά σε περιπτώσεις αντιδικίας σίγουρα είναι καθοριστικός για την έκβαση του διαζυγίου.
Το ψυχολογικό πλαίσιο
«Υπάρχει ζωή και μετά το διαζύγιο»
«Η απιστία, η ψυχολογική και σωματική βία, οι διαφορετικές ανάγκες, η προβληματική σεξουαλική ζωή, τα οικονομικά προβλήματα, η παρέμβαση τρίτων ατόμων στη ζωή του ζευγαριού, οι εξαρτήσεις ή μία ασθένεια αποτελούν τους κύριους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν στον οριστικό χωρισμό», λέει η ψυχοθεραπεύτρια-συμβουλευτική ψυχολόγος κ. Χριστίνα Βλαχοπούλου και προσθέτει: «Κοιτάζοντας κάτω από την επιφάνεια μπορούμε να δούμε ότι σχεδόν όλα αυτά τα προβλήματα έχουν κοινό παρανομαστή την έλλειψη επικοινωνίας και αγάπης από τον έναν ή και από τους δύο συζύγους».
Η πηγή του κακού είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν συντρόφους που προσδοκούν να τους αλλάξουν αργότερα. Που δεν τους γνωρίζουν καλά ή δεν ταιριάζουν μαζί τους, αλλά τους θεωρούν κατάλληλους για να κάνουν οικογένεια, να αποφύγουν τη μοναξιά ή να τονώσουν το κοινωνικό τους γόητρο.
Πριν φτάσουν στο διαζύγιο, τα ζευγάρια, εφόσον επιθυμούν να προσπαθήσουν για την οικογένειά τους, καλό θα ήταν να έρθουν σε επαφή με κάποιον σύμβουλο γάμου, ο οποίος θα τους βοηθήσει να λύσουν τις διαφορές τους. Ο εγωισμός και η έλλειψη υπομονής, ωστόσο, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοια προσπάθεια.
Αν έστω ο ένας από τους δύο συζύγους είναι αποφασισμένος ότι ο γάμος αυτός έχει λήξει, το διαζύγιο δείχνει να αποτελεί τη μοναδική λύση.
«Το τέλος μιας σχέσης είναι ένα είδος απώλειας που στον κάθε άνθρωπο ξυπνά διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις.
Η δύναμη της συνήθειας , ο φόβος για το μέλλον και το στίγμα που συνοδεύει την «αποτυχία» ενός γάμου δυσκολεύει αρκετά ζευγάρια στην τελική απόφαση του χωρισμού», λέει η κ. Βλαχοπούλου. «Μεγαλύτερο άγχος προκαλεί το διαζύγιο όταν υπάρχουν παιδιά. Ακόμα και το πιο πολιτισμένο ζευγάρι όταν χωρίζει μπορεί να αφήσει τραύματα στα παιδιά».
Χρέος των γονιών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εξασφαλίσουν στα παιδιά προτεραιότητα στην ζωή τους, φροντίδα και αγάπη. Να τα διαβεβαιώσουν ότι δεν φταίνε αυτά για τον χωρισμό τους και να μην τους αλλάξουν δραματικά τις καθημερινές τους συνήθειες.
Είναι σημαντικό, μετά το διαζύγιο, να μην συνεχίζουν οι γονείς τις μεταξύ τους συγκρούσεις μπροστά στα παιδιά και να μην κατηγορεί ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να τα πάρουν με το μέρος τους.
Σε προσωπικό επίπεδο, το άτομο που περνά από την διαδικασία του διαζυγίου θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως το τέλος του γάμου δεν συνεπάγεται το τέλος του κόσμου ή της ζωής ενός ανθρώπου.
Οι αλλαγές που θα χρειαστεί να κάνει το άτομο στη ζωή του είναι αναπόφευκτες -πιθανώς και επώδυνες- όμως η πορεία της ζωής συνεχίζεται και οι ευκαιρίες για ευτυχία δεν σταματούν ποτέ για κανέναν, αρκεί να υπάρχει θέληση και γνώση του τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους.
Μπορεί ο γάμος να αφορά κατά κύριο λόγο μόνο δύο, το διαζύγιο όμως, ειδικά αν πρόκειται για μία εξέλιξη που δεν επιθυμούν και οι δύο, αφορά πολύ περισσότερα άτομα που θέλοντας και μη συμμετέχουν στην πιο ψυχοφθόρα διαδικασία από την οποία μπορεί να περάσει μία σχέση...
Σε ένα διαζύγιο τα προσχήματα καταρρίπτονται. Τα δύο μέρη αποκαλύπτουν συχνά τον χειρότερο εαυτό τους, τρίτοι άνθρωποι επεμβαίνουν για να στηρίξουν (δημιουργώντας συχνά ακόμα περισσότερα προβλήματα), τα χρήματα δείχνουν να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, ενώ τα παιδιά -αν υπάρχουν- είναι τις περισσότερες φορές οι δυστυχέστεροι αποδέκτες συναισθημάτων που δύσκολα θα καταφέρουν ποτέ να ξεχάσουν – ακόμα και αν συγχωρήσουν.
Δύο επαγγελματίες με πείρα στα διαζύγια, ένας δικηγόρος και μία ψυχολόγος, λύνουν απορίες, δίνουν συμβουλές και αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία τις νομικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της κρισιμότερης στιγμής του γάμου.
Το Νομικό πλαίσιο
Τα διαζύγια, η οικονομική κρίση και η… ισότητα των δύο φύλων
Όπως μαθαίνουμε από τον κ. Αθανάσιο Τσίτσο, Δικηγόρο με πολυετή πείρα στον χώρο, ο αριθμός των υποθέσεων που έχουν να κάνουν με διαζύγια έχει μεγαλώσει δραματικά τα τελευταία χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα και λόγω της οικονομικής κρίσης.
Τα ποσοστά ανδρών και γυναικών, όσον αφορά στο ποιος είναι αυτός που ζητάει διαζύγιο είναι σχεδόν τα ίδια. «Δεν μπορώ να σας δώσω συγκεκριμένο αριθμό, αλλά θεωρώ ότι τα ποσοστά είναι περίπου τα ίδια. Ίσως ένα 5 με 8 τοις εκατό περισσότεροι άνδρες», αναφέρει ο κ. Τσίτσος.
Τα αίτια και ο «ενωτικός» ρόλος του Δικηγόρου
Κατά κύριο λόγο και σε ένα ποσοστό της τάξης του 80-90 τοις εκατό, η συχνότερη αιτία που οδηγεί ένα ζευγάρι στο να πάρει διαζύγιο είναι η ασυμφωνία χαρακτήρων, ο λεγόμενος «ισχυρός κλονισμός» δηλαδή, που προκαλείται στις σχέσεις του ζευγαριού και ο οποίος οδηγεί εν τέλει στη ρήξη.
Ο δικηγόρος στον οποίο θα απευθυνθεί το ζευγάρι από την άλλη πλευρά, είναι υποχρεωμένος από τη δεοντολογία του να κάνει προσπάθειες για να «τα βρει» ξανά το ζευγάρι.
«Ένας σωστός και επαγγελματίας δικηγόρος θα μπορέσει να διακρίνει σε τι κατάσταση βρίσκεται η έγγαμη συμβίωση και δεοντολογικά να συμβάλλει στο να διατηρηθεί ο γάμος», τονίζει ο κ. Τσίτσος, κάτι που έχει κάνει και ο ίδιος αρκετές φορές με τους πελάτες του.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όμως, τα τέσσερα από τα πέντε ζευγάρια τα οποία προσπαθούν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στο γάμο τους με την βοήθεια δικηγόρου, συνήθως επιστρέφουν ξανά σε αυτόν για να του ξαναδώσουν εντολή διαζυγίου.
Πόσος χρόνος χρειάζεται για να βγει ένα διαζύγιο;
Ο χρόνος που χρειάζεται για να βγει ένα διαζύγιο εξαρτάται άμεσα από το αν θα είναι συναινετικό ή αντιδικία, καθώς και με την χρονική περίοδο κατά την οποία το ζευγάρι θα απευθυνθεί σε δικηγόρο (χειμώνας/ καλοκαίρι).
«Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, γίνεται σε δύο δικαστήρια τα οποία απέχουν μεταξύ τους έξι μήνες. Επομένως, στην καλύτερη περίπτωση το συναινετικό διαζύγιο βγαίνει μέσα σε ένα οχτάμηνο. Στην χειρότερη μπορεί να βγει και μέσα σε δέκα μήνες», αναφέρει σχετικά ο κ. Τσίτσος.
Το καλοκαίρι αποτελεί «νεκρή περίοδο» για τα δικαστήρια, επομένως η καλύτερη περίοδος για να γίνει η δικάσιμος είναι τον χειμώνα. Σε αυτή τη περίπτωση, η επόμενη δικάσιμος γίνεται μετά από έξι μήνες και το ζευγάρι έχει στα χέρια του το διαζύγιο πριν από το επόμενο καλοκαίρι.
Σε περίπτωση βέβαια που υπάρχει αντιδικία, το χρονικό διάστημα αυξάνεται δραματικά. Όπως αναφέρει σχετικά: «Αν κατατεθεί αγωγή που θα έχει σαν λόγους διαζυγίου την διάσπαση ή τον ισχυρό κλονισμό ή την ασυμφωνία χαρακτήρων ή οποιονδήποτε άλλο λόγο, η αγωγή αυτή θα προσδιοριστεί μετά από ενάμισι με δύο χρόνια. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι αν πάρει και αναβολή η άλλη πλευρά, τότε δικάζεται μέσα σε περίπου τρία χρόνια.
Αν η υπόθεση πάει σε εφετείο, τότε υπολογίστε ακόμα έναν χρόνο, εκτός και αν πάρει ξανά αναβολή η άλλη πλευρά και ούτω καθ ‘ εξής…» και καταλήγει: «Το συναινετικό διαζύγιο μπορεί να έχει τελειώσει μέσα σε οκτώ με δέκα μήνες, ο,τι έχει σχέση με αντιδικία το ζευγάρι θα πρέπει να υπολογίσει περίπου πέντε χρόνια με τα σημερινά δεδομένα».
Η επιμέλεια και η διατροφή του παιδιού
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την επιμέλεια του παιδιού την παίρνει η μητέρα. Ο πατέρας από τη πλευρά του, έχει το δικαίωμα της επικοινωνίας. Δηλαδή, μπορεί να βλέπει το παιδί σε ορισμένα χρονικά διαστήματα τα οποία έχουν προκαθοριστεί με ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο αναφέρονται συγκεκριμένα οι μέρες και οι ώρες. Αν οι δύο γονείς δεν συμφωνήσουν για τις ώρες επικοινωνίας, τότε το δικαστήριο αποφασίζει για το πώς θα ασκηθεί το δικαίωμα της επικοινωνίας του ενός με το παιδί. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις: «Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπου η μητέρα πάσχει από ανίατη ασθένεια ή δεν έχει σώας τας φρένας, η επιμέλεια του παιδιού πηγαίνει στον πατέρα», αναφέρει ο κ. Τσίτσος.
Σε ο,τι έχει να κάνει με την διατροφή, ο πατέρας είναι αυτός που την… πληρώνει (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ενώ το ποσό καθορίζεται συνήθως από το δικαστήριο ανάλογα με τα εισοδήματα του πατέρα και με γνώμονα το να μη διακυβεύεται η ποιότητα ζωής του. Η διατροφή καταβάλλεται στη μητέρα, μέχρι την ενηλικίωση του παιδιού, ενώ δίδεται και η σχετική απόδειξη στον πατέρα.
Το μικρό εισόδημα, όμως, δεν είναι πάντα κριτήριο για το μέγεθος της διατροφής. «Σε περίπτωση που ο πατέρας έχει χαμηλό εισόδημα, αλλά διαθέτει κάποια ακίνητη περιουσία, θα πρέπει να την εκποιήσει για να μπορέσει να δώσει τη διατροφή του παιδιού του», μας πληροφορεί ο κ. Τσίτσος.
Το κόστος του (επίσημου) χωρισμού
Το κόστος για τον καθένα από το ζευγάρι έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με την επιλογή δικηγόρου. Ένας νέος στον χώρο δικηγόρος θα πάρει σαφώς λιγότερα από κάποιον ο οποίος «μετράει» χρόνια στον χώρο και ο οποίος έχει μεγαλύτερο φορολογητέο συντελεστή. Έτσι ενδεικτικά, σε περίπτωση συναινετικού διαζυγίου, η αμοιβή ενός νέου δικηγόρου υπολογίζεται περίπου στα 1000 ευρώ, με το ποσό να διπλασιάζεται σχεδόν στην περίπτωση επιλογής ενός «παλιού».
Μπορεί βέβαια, ο νέος να είναι… ωραίος (και φθηνός) αλλά ο γονιός θα πρέπει να προσέξει αρκετά στην επιλογή του και να λάβει σοβαρά υπ’ όψη τον παράγοντα «εμπειρία». Στο συναινετικό διαζύγιο ίσως να μην έχει τόσο σημαντικό ρόλο ο εν λόγω παράγοντας, αλλά σε περιπτώσεις αντιδικίας σίγουρα είναι καθοριστικός για την έκβαση του διαζυγίου.
Το ψυχολογικό πλαίσιο
«Υπάρχει ζωή και μετά το διαζύγιο»
«Η απιστία, η ψυχολογική και σωματική βία, οι διαφορετικές ανάγκες, η προβληματική σεξουαλική ζωή, τα οικονομικά προβλήματα, η παρέμβαση τρίτων ατόμων στη ζωή του ζευγαριού, οι εξαρτήσεις ή μία ασθένεια αποτελούν τους κύριους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν στον οριστικό χωρισμό», λέει η ψυχοθεραπεύτρια-συμβουλευτική ψυχολόγος κ. Χριστίνα Βλαχοπούλου και προσθέτει: «Κοιτάζοντας κάτω από την επιφάνεια μπορούμε να δούμε ότι σχεδόν όλα αυτά τα προβλήματα έχουν κοινό παρανομαστή την έλλειψη επικοινωνίας και αγάπης από τον έναν ή και από τους δύο συζύγους».
Η πηγή του κακού είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν συντρόφους που προσδοκούν να τους αλλάξουν αργότερα. Που δεν τους γνωρίζουν καλά ή δεν ταιριάζουν μαζί τους, αλλά τους θεωρούν κατάλληλους για να κάνουν οικογένεια, να αποφύγουν τη μοναξιά ή να τονώσουν το κοινωνικό τους γόητρο.
Πριν φτάσουν στο διαζύγιο, τα ζευγάρια, εφόσον επιθυμούν να προσπαθήσουν για την οικογένειά τους, καλό θα ήταν να έρθουν σε επαφή με κάποιον σύμβουλο γάμου, ο οποίος θα τους βοηθήσει να λύσουν τις διαφορές τους. Ο εγωισμός και η έλλειψη υπομονής, ωστόσο, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοια προσπάθεια.
Αν έστω ο ένας από τους δύο συζύγους είναι αποφασισμένος ότι ο γάμος αυτός έχει λήξει, το διαζύγιο δείχνει να αποτελεί τη μοναδική λύση.
«Το τέλος μιας σχέσης είναι ένα είδος απώλειας που στον κάθε άνθρωπο ξυπνά διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις.
Η δύναμη της συνήθειας , ο φόβος για το μέλλον και το στίγμα που συνοδεύει την «αποτυχία» ενός γάμου δυσκολεύει αρκετά ζευγάρια στην τελική απόφαση του χωρισμού», λέει η κ. Βλαχοπούλου. «Μεγαλύτερο άγχος προκαλεί το διαζύγιο όταν υπάρχουν παιδιά. Ακόμα και το πιο πολιτισμένο ζευγάρι όταν χωρίζει μπορεί να αφήσει τραύματα στα παιδιά».
Χρέος των γονιών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εξασφαλίσουν στα παιδιά προτεραιότητα στην ζωή τους, φροντίδα και αγάπη. Να τα διαβεβαιώσουν ότι δεν φταίνε αυτά για τον χωρισμό τους και να μην τους αλλάξουν δραματικά τις καθημερινές τους συνήθειες.
Είναι σημαντικό, μετά το διαζύγιο, να μην συνεχίζουν οι γονείς τις μεταξύ τους συγκρούσεις μπροστά στα παιδιά και να μην κατηγορεί ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να τα πάρουν με το μέρος τους.
Σε προσωπικό επίπεδο, το άτομο που περνά από την διαδικασία του διαζυγίου θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως το τέλος του γάμου δεν συνεπάγεται το τέλος του κόσμου ή της ζωής ενός ανθρώπου.
Οι αλλαγές που θα χρειαστεί να κάνει το άτομο στη ζωή του είναι αναπόφευκτες -πιθανώς και επώδυνες- όμως η πορεία της ζωής συνεχίζεται και οι ευκαιρίες για ευτυχία δεν σταματούν ποτέ για κανέναν, αρκεί να υπάρχει θέληση και γνώση του τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου