Πορτ Άρθουρ, 19 Ιανουαρίου 1943. Τεξανή γέννημα θρέμμα. Η Τζάνις Τζόπλιν, η πλήρης ενσάρκωση της hippie αντικουλτούρας στη μουσική, μεγάλωσε στη συντηρητική κοινωνία του Πορτ Άρθουρ...
Δίπλα στην καρδιά της πετρελαϊκής αμερικανικής βιομηχανίας, η μυρωδιά του κλούβιου αυγού πλημμυρίζει και πνίγει την πόλη. Οι ντόπιοι την αποκαλούν: «Η μυρωδιά του Χρήματος». Ο πατέρας Σεθ δούλευε σε διυλιστήριο.
Η μητέρα Ντόροθι άφησε το τραγούδι για να γίνει σύζυγος και μητέρα. Η παιδική ηλικία της Τζάνις Τζόπλιν στην αφθονία της προαστιακής ζωής του Πορτ Άρθουρ είναι ειδυλλιακή, αλλά έρχεται η εφηβεία και η Τζάνις δεν κολλάει με τις συνομήλικές της. Βαριέται την εμμονή των κοριτσιών της ηλικίας της για τον ετήσιο χορό του Γυμνασίου, το μακιγιάζ, τους παίκτες του μπέιζμπολ.
«Ήταν η πρώτη που έβαψε τα μαλλιά της πορτοκαλί. Ήταν η πρώτη που βγήκε ραντεβού με αυτούς που η γειτονιά αποκαλούσε αλήτες», θυμάται ο εφηβικός της φίλος, Τάρι Οόουενς. «Άλλαξε. Άρχισε να ψάχνεται, να ασχολείται με την Τέχνη και την πολιτική. Ερωτεύεται κυριολεκτικά την ποίηση του Γκίνσμπεργκ, όλης της γενιάς των «μπήτνικ». Είναι ανήσυχη, περίεργη», λέει η αδελφή της Λόρα.
Το σχολείο της Τζάνις Τζόπλιν είναι μόνο για λευκούς. Το ίδιο και το τοπικό λεωφορείο, το παντοπωλείο, το εμπορικό κέντρο. Στο Πορτ Άρθουρ ο φυλετικός διαχωρισμός είναι θεσμός που δεν αμφισβητείται. Η Τζάνις Τζόπλιν πρώτη σήκωσε το χέρι μέσα στην τάξη των λευκών συμμαθητών της για να καταδικάσει το ρατσισμό τους. Αυτομάτως έγινε η πιο αντιπαθής, δακτυλοδεικτούμενη τύπισσα του σχολείου: το μαύρο πρόβατο. «Ολοφάνερα δε με γούσταραν. Ξέρεις πώς είναι οι κοινωνίες στις μικρές πόλεις. Υποτίθεται ότι πρέπει να παντρευτείς με το που τελειώνεις το Λύκειο, να γεννοβολάς παιδιά και να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Δεν έκανα τίποτε απ’ όλα αυτά».
Τζάνις 16 ετών, η επαναστάτρια βρήκε την έκφρασή της στη μουσική. Σχεδόν καθημερινά μαζί με αγόρια της γειτονιάς διασχίζει τη γέφυρα του Πορτ Άρθουρ για να βρει «ανακούφιση» με Southern Comfort και μπλουζ στα μπαρ της Λουιζιάνα. «Τα μπλουζ έχουν μια ειλικρίνεια που έλειπε από την Πέγκι Λι», έχει πει η ίδια.
Οι αποδράσεις από το Πορτ Άρθουρ στη Λουιζιάνα επιβεβαίωσαν απλά την υποψία ότι η Τζάνις ήταν το καλό κορίτσι που ξεστράτισε. Στους διαδρόμους του Λυκείου, οι κακές γλώσσες ασχολούνταν μόνο με την Τζάνις. «Όλοι έλεγαν ότι είχαν πάει με την Τζάνις. Και φυσικά η αλήθεια ήταν ότι ήταν ακόμα παρθένα». Κι όσο την πίεζαν, τόσο εκείνη απλά δε συμμορφωνόταν. «Ήθελαν να γίνω δασκάλα, όπως όλοι οι γονείς. Αλλά στα 17 μου ανακάλυψα, ότι όχι μόνο ακούω μουσική, αλλά ότι έχω φωνή. Ξαφνιάστηκα με τον εαυτό μου, αλλά βρήκα τη διέξοδο», έχει πει η Τζάνις.
Η μαγεία της Τζόπλιν είναι η φωνή της. Αυτή η ακατέργαστη, βραχνή παθιασμένη φωνή είναι σα να ήταν κάπου καταχωνιασμένη. Είναι η φωνή του ανθρώπου που καταπίνει-καταπίνει όλα όσα συμβαίνουν γύρω του και ξαφνικά ξεσπάει. Η φωνή της ενσωματώνει την ευαισθησία, το θρήνο, τη δύναμη, την έκρηξη, το πάθος, τη φλόγα, το δράμα.
Threadgill΄s: το κακόφημο μπαρ που έγινε το δεύτερο σπίτι της Τζόπλιν. Εκεί έδωσε τα πρώτα της ive με αμοιβή τις μπύρες που θα κατανάλωνε το βράδυ.
Στο Πανεπιστήμιο του Όστιν επιδιώκει και προκαλεί το status quo. Εμφανίζεται χωρίς σουτιέν. Μία από τις αδελφότητες αντιδρά ανακηρύσσοντάς την: «Τον πιο άσχημο άνδρα στο πανεπιστήμιο». Ωστόσο η πανεπιστημιακή εφημερίδα τον Ιούλιο του 1962 γράφει: «Περπατά ξυπόλυτη, όταν το θέλει, φορά ρούχα Levi’s στο σχολείο, επειδή τής είναι πιο άνετα και παίρνει παντού μαζί της την ώτοχαρπ, εάν θέλει να ακούσει μουσική. Το όνομά της είναι Τζάνις Τζόπλιν».
«Δεν άντεχα άλλο το Τέξας. Πήγα στην Καλιφόρνια. Εκεί κάνεις ό,τι γουστάρεις. Κανείς δε σε ενοχλεί». Επιτέλους καταλήγει στην πόλη του Κέρουακ και του Γκίνσμπεργκ: Σαν Φρανσίσκο, 1963, μια πόλη σαν καμία άλλη των ΗΠΑ. Η σκηνή των «μπήτνικ» περιστρέφεται γύρω από τη αμερικανική φολκ και τις αμφεταμίνες. Η Τζάνις Τζόπλιν «αγκαλιάζει» με όρεξη και τα δύο.
Πρώτος έρωτας: Τον λένε Τζέι Πι. Η Τζάνις τον γνωρίζει στο μπαρ Coffee Gallery, εκεί που τραγουδά με την κιθάρα της. «Τον ερωτεύτηκε. Ήταν χαρισματικός αλλά και περίεργος». Η Πατ Νίκολς ήταν η κολλητή της Τζόπλιν στο Φρίσκο. «Ενώ όλοι ντυνόμασταν με τζιν, T-shirts και σνίκερς, αυτός είχε κοντοκουρεμένο μαλλί, φορούσε κουστούμι και μαύρα παπούτσια. Έμοιαζε με μπάτσο».
Speed: Μαζί με την αναγνώριση ως τραγουδίστρια, έρχεται ο εθισμός στις βελόνες. «Σχεδόν τη σκότωσε αυτό το πράγμα. Έγινε σα σκελετός και τα σημάδια από τις βελόνες στα χέρια της ήταν σημάδια θανάτου». Οι φίλοι της έκαναν πάρτι για να συγκεντρώσουν χρήματα για το εισιτήριο της Τζάνις πίσω στο Τέξας. «Πραγματικά ήταν μια ζωντανή νεκρή», λέει η Πατ.
Πίσω στο Πορτ Άρθουρ. Η Τζάνις Τζόπλιν παραδέχεται για πρώτη φορά ότι το παράκανε. Γυρίζει στην «οικογένεια» ανακοινώνοντας ότι είναι έτοιμη για το «αμερικανικό όνειρο» των γονιών της: Θα πάει στο κολέγιο, θα αρραβωνιαστεί τον Τζέι Πι, θα κάνει παιδιά και θα εγκαταλείψει το τραγούδι, τη μουσική.
Το κορίτσι που η Αμερική αγαπάει. Το προσπάθησε με όλη της τη δύναμη. Γράφει καθημερινά γράμματα στον Τζέι Πι. Πηγαίνει για ψώνια ετοιμάζοντας το νέο της σπιτικό. Υιοθέτησε την περίφημη κόμμωση «κυψέλη». Τα κάνει όλα και περιμένει, περιμένει. Αλλά απλά δε θα γίνει ποτέ. Το κορίτσι που όλοι στο σχολείο αποκαλούσαν «εύκολη» ερωτεύτηκε επιτέλους για να απογοητευθεί. «Ένιωσε μόνη. Μια ζωή αναζητούσε την αγάπη και την αναγνώριση κάποιου. Και τώρα ήταν μόνη».
Ήθελε να μιμηθεί τη μαμά της. Δεν τα κατάφερε. «Ήταν μια αυταπάτη που δεν επρόκειτο να διαρκέσει για πολύ». Ο Τζιμ Λάνγκτον είναι ο φίλος της Τζόπλιν που της βρήκε ένα διαμέρισμα για να μένει μόνη, ανεξάρτητη και να τραγουδά στο Όστιν. Ως κριτικός μουσικής με δική του στήλη σε εφημερίδα, ο Λάνγκτον κάνει ό,τι μπορεί για να προωθήσει τη φίλη του: «Να μια τραγουδίστρια που έχει τη μεγαλοσύνη στο τσεπάκι της». Αλλά χρόνια μετά παραδέχεται: «Επέστρεψε στο τραγούδι με ανάμικτα συναισθήματα. Πολύ φόβο και άγχος ότι τραγούδι ίσον ναρκωτικά».
«I am sorry»: κλείνει το γράμμα με το οποίο η Τζάνις Τζόπλιν ανακοινώνει στους γονείς της ότι επέστρεψε στο Σαν Φρανσίσκο. «Γύρισα μια φορά στο Πορτ Άρθουρ και ήταν λάθος. Δεν το ξανακάνω».
Από τους «μπήτνικ» στο LSD: Η γενιά στο Φρίσκο έχει αλλάξει. Καλώς ήρθες ψυχεδέλεια. Το μπλουζ φωνητικό ύφος της Τζόπλιν προσέλκυσε το ροκ συγκρότημα Big Brother and the Holding Company, μια μπάντα που είχε αποκτήσει φήμη μεταξύ των χίπις του Χέιτ-Ασμπέρυ. «Η φωνή της Τζάνις έδωσε στην μπάντα την κλωτσιά που χρειαζόταν». «Η Τζάνις; Πιο ευφυής δε γίνεται. Μας συνεπήρε»: Ντέιβ Γκετζ, ντράμερ των Big Brother and the Holding Company. «Πρώτη φορά αισθάνομαι ελεύθερη να δημιουργήσω μαζί με άλλους», είπε η ίδια.
Ο φόβος των ναρκωτικών. Έγραφε γράμματα στους γονείς της, αλλά «δε νομίζω ότι ποτέ κατάλαβαν ποια ήταν και τι ήθελε να γίνει», λέει μια φίλη. Όσο κι αν προς τη στιγμή αντιδρούσε στον κόσμο της βελόνας, όσο κι αν ξαφνιαζόταν τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας από τις αντιδράσεις της, η Τζάνις ένιωθε ότι δε μπορούσε να ξεφύγει και μόνο αύτη το ήξερε ξεκάθαρα. «Μαμά είμαι κατενθουσιασμένη. Αυτή την εβδομάδα βγάλαμε πέντε κομμάτια. Δεν έχω χάσει αλλά ούτε βάλει κιλά. Και είμαι ακόμα στα καλά μου. Μ’ αγάπη Τζάνις».
Σ’ ένα σημειωματάριο συγκέντρωνε όλες τις καλές κριτικές για την μπάντα. Της άρεσε και της χρειαζόταν η αναγνώριση κυρίως για την προσωπική της εικόνα. Η Λίντα Γκραβενίτες ήταν από τις groupies των Big Brother and the Holding Company. «Ζούσε σε μια ευφορία. Της άρεσαν όλα όσα συνέβαιναν στη ζωή της. Επιτέλους κάποιοι πίστευαν και την έβρισκαν απλά υπέροχη».
Τη μια στιγμή πίστευε στον εαυτό της και στις ικανότητές της και την άλλη θεωρούσε ότι ήταν απλά ένα σκουπίδι. Μια ζωή στα άκρα και μια συνεχή διαμάχη για το αν τελικά ελκύει ή όχι το άλλο φύλο. Δεύτερος έρωτας, ο επίσης τραγουδιστής Τζο ΜακΝτόναλντ. «Εκείνο το βράδυ έβαλε τα δυνατά της να γίνει τέλεια για εκείνον. Κι αυτός δεν εμφανίστηκε. Πάλι με έστησαν, πάλι με απέρριψαν».
Η γυναίκα στη ζωή της. Πέγκι Κασέρτα: «Περάσαμε καλά. Κάναμε έρωτα πολύ. Δεν ήταν μια λεσβιακή σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Τα παγαίναμε καλά, ήμασταν νέες, άγριες και η μία ενδιαφερόταν για την άλλη».
Το φεστιβάλ του Μοντερέι. Οι Big Brother and the Holding Company δίπλα σε ονόματα όπως οι The Who και οι The Mamas and The Papas. Ήταν η σκηνή που η Τζάνις τόσο καιρό ονειρευόταν. «Ήθελε να είναι σταρ. Έλεγε συχνά ότι ήθελε να είναι μια ποπ mainstream σταρ». Και απλά μετά το Μοντερέι όλα τα φώτα έπεσαν πάνω στην Τζάνις.
Ηρωίνη. «Κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο ωραία δε μπορεί να κάνει κακό», έλεγε. Και πρόσθετε: «θέλω απλά λίγη ηρεμία». Και μετά ήρθε εθισμός και το πράγμα χάλασε. Το 1969 διαλύθηκε η οικογένεια που λεγόταν Big Brother and the Holding Company.
«Αγαπητή Λίντα, είμαι τόσο μπερδεμένη. Όλοι με αντιμετωπίζουν σαν το αστέρι κι αυτό δεν αρέσει στην μπάντα. Νομίζω ότι λένε διάφορα πίσω από την πλάτη μου. Και η Νέα Υόρκη… νομίζω ότι μάς έχει κουράσει
Kozmic Blues Band, η επόμενη μπάντα και με δικό της εξ ολοκλήρου δικού της μάνατζερ που έδινε εντολές. Η μουσική αφήνει την ψυχεδέλεια και στρέφεται σε πιο σόουλ, φανκ καταστάσεις. «Δε τους βγήκε και η Τζάνις απογοητεύτηκε, θεώρησε ότι έκανε λάθος επιλογή, ειδικά τη χρονιά που δεν ήλεγχε πια το πρόβλημα με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά».
Rolling Stone, 1969. Το περιοδικό την αποκαλεί «η Τζούντι Γκάρλαντ του ροκ». Της καταλογίζει συναισθηματική αστάθεια λέγοντας πως ένας Τζον Λένον ή ένας Μπομπ Ντίλαν δε θα είχαν ποτέ τις μεταπτώσεις της είτε στη σκηνή είτε στην τηλεόραση. Αυτό την πείραξε και το είπε σε μια συνέντευξή της με τον Ντέιβιντ Ντάλτον:
«Μια γυναίκα που μπαίνει στη μουσική βιομηχανία έχει ήδη απαρνηθεί πολλά στη ζωή. Πρέπει να πει ‘όχι’ στην οικογένειά της, στους φίλους της, στη μητρότητα και να αφοσιωθεί μόνο και εξ ολοκλήρου στη μουσική. Η μόνη αγάπη είναι ανταπόδοση του κοινού. Κι αυτή η αγάπη είναι τόσο εφήμερη όσο ένα φιξάκι. Κάνεις έρωτα με 25.000 άτομα στη σκηνή και γυρίζεις σπίτι μόνη».
«Μια γυναίκα που μπαίνει στη μουσική βιομηχανία έχει ήδη απαρνηθεί πολλά στη ζωή. Πρέπει να πει ‘όχι’ στην οικογένειά της, στους φίλους της, στη μητρότητα και να αφοσιωθεί μόνο και εξ ολοκλήρου στη μουσική. Η μόνη αγάπη είναι ανταπόδοση του κοινού. Κι αυτή η αγάπη είναι τόσο εφήμερη όσο ένα φιξάκι. Κάνεις έρωτα με 25.000 άτομα στη σκηνή και γυρίζεις σπίτι μόνη».
Το ταγάρι της Τζάνις. Καλοκαίρι του ’70. Η Τζάνις είναι 27 ετών. Ο Ντέιβιντ Ντάλτον είναι μαζί της στην περιοδεία. Η Τζάνις ψάχνει τον αναπτήρα στο ταγάρι που έχει αναδείξει σε σύμβολο μόδας. Το αναποδογυρίζει και ο Ντάλτον βλέπει τα περιεχόμενα της τσάντας ως προέκταση της Τζάνις: «Πού στο διάολο έβαλα τον αναπτήρα. Μάλλον τον άφησα στο μπαρ. Τα έχω πια χαμένα. Συνέχεια χάνω πράγματα στα μπαρ. Την περασμένη εβδομάδα άφησα ένα πορτοφόλι με χίλια δολάρια μέσα».
Η Τζάνις αδειάζει την τσάντα: δύο κουπόνια για σινεμά, ένα πακέτο τσιγάρα, μια ταμπακέρα αντίκα, κουπόνια από μοτέλ και κλειδιά ξενοδοχείων, ένα πακέτο χαρτομάντιλα, μέικ απ, μολύβι για τα μάτια, μια ατζέντα, καρτ βιζίτ πολλές, σπιρτόκουτα με τηλέφωνα αλλά με το γραφικό χαρακτήρα μεθυσμένου, υπολείμματα ξηρών καρπών, πένες από κιθάρες, ένα μπουκάλι Southern Comfort, κασέτες του Τζόνι Κας και του Ότις Ρέντινγκ, γυαλιά ηλίου, ασπιρίνες, τσίχλες, ένα τιρμπουσόν δύο βιβλία: η βιογραφία της Ζέλντα Φιτζέραλντ από την Νάνσι Μίλφορντ και το Look Homeward, Angel του Τόμας Γουλφ. Αναπτήρας πουθενά».
Σε μια από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις της, στις 25 Ιουνίου του 1970, ανακοίνωσε ότι, επρόκειτο να παρευρεθεί στη συνάντηση των προ δεκαετίας συμμαθητών της. Όταν ρωτήθηκε για το εάν ήταν δημοφιλής στο σχολείο, παραδέχθηκε πως, οι συμμαθητές της την κορόιδευαν μέσα κι έξω από αυτό, ενώ διέδιδαν τη φήμη της «εκτός της πόλης, μέχρι και εκτός της πολιτείας». Όταν η Τζόπλιν ξαναπήγε στο Πορτ Άρθουρ η μητέρα της είπε: «Μακάρι να μην είχες γεννηθεί».
4 Οκτωβρίου, 1970. Μια καλή μέρα στο στούντιο. Η Τζάνις τελείωσε την ηχογράφηση και έφυγε. Πήγε σε ένα μπαρ με παρέα. Μέθυσε και πίσω στο ξενοδοχείο, μόνη. Η φάση υπερβολική δόση δεν ήταν κάτι που έκανε για πρώτη φορά, αλλά συνήθως είχε παρέα. Ο επόμενος και τελευταίος άντρας της ζωής της είναι ο ιατροδικαστής: «Το μη ταριχευμένο σώμα, καυκάσιας γυναίκας, φαίνεται να έχει συμπληρώσει το 27ο έτος της ζωής της.
Ένα τατουάζ βραχιόλι στον αριστερό καρπό, ένα τατουάζ λουλούδι στον δεξί αστράγαλο και ένα μικρό τατουάζ στο αριστερό στήθος. Αρκετά σημάδια από βελόνες και στα δύο χέρια. Καμία ένδειξη τραύματος ή βίας». Καμία άλλη λεπτομέρεια για το θάνατο και αμέσως φτιάνεται ο μύθος των καταδικασμένων θρύλων που πρέπει να πεθάνουν νωρίς: Χέντριξ, Μόρισον κ.ά.. Αλλά για την Τζόπλιν: «Το αύριο ποτέ δε συμβαίνει. Είναι πάντα η ίδια αναθεματισμένη μέρα».
Janis Joplin at Woodstock, 1969. pic.twitter.com/9AaV5b3pi8
— Historical Pics (@HistoricalPics) Νοέμβριος 10, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου