Κατά τις εννιάμιση, μπήκε ο Θεοδωράκης με καροτσάκι. Το Ηρώδειο κατάμεστο ξέσπασε σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα που διήρκησε σίγουρα πάνω από τρία λεπτά! Τα φώτα έσβησαν και ο Παπακωνσταντίνου ξεκίνησε τα πρώτα τραγούδια. Αισθαντικές μελωδίες ποιητών από μια διαπεραστική φωνή, εμβληματική και επική. Κατάλληλη για ανάταση...
Με τόσους στίχους στη σειρά, πώς είναι δυνατόν να απολαύσεις μόνο τη μαγεία της βραδιάς. Κάθε φορά που πέφτει το ρεφρέν, φουντώνουν σκέψεις και εσωτερικοί διάλογοι. Είναι κι αυτή η πηγαία «υπεροχή» που αισθάνεσαι όταν βρίσκεσαι σε τέτοιους χώρους.
Στην αρχή με απασχόλησε αν ο Ηρώδης ο Αττικός ήταν Έλληνας, Ρωμαίος ή πολίτης του κόσμου. Μετά προσπάθησα να μαντέψω πώς θα ένιωθε ένας Αθηναίος στα 200 μ.Χ. όταν καθόταν στην ίδια θέση με μένα και απολάμβανε μια συναυλία. Στο τέλος, παραδόθηκα στην «αποδόμηση» του Μίκη που καθόταν μόνος και μπροστά από τους άλλους, σε μια μαύρη καρέκλα.
Παρατηρούσα όλη την ώρα τα πόδια του, την κίνηση των δαχτύλων, τα μάτια και τις κινήσεις του προσώπου σε κάθε τραγούδι. Ήθελα να καταλάβω αν μετά από τόσες συναυλίες και εκπομπές έχει ακόμα την ανάγκη να συγκινηθεί και να αντιδράσει στην ένταση. Δεν ήταν ο ίδιος. Τα χρόνια πέρασαν. Άλλαξε πια η σχέση με το περιβάλλον. Έγινε πιο παθητική…
Τι θα γίνουν, όμως, τα τραγούδια του όταν πεθάνει και δεν θα μπορούν πια να τον καλούν; Θα μπορέσει το κλασικό να νικήσει τη διαβρωτική δύναμη του εφήμερου και του περιστασιακού; Ή μήπως πρέπει να ξανατρελαθούν οι άνθρωποι για να παράγουν υπέροχη τέχνη; Να σκοτωθούν και πάλι μεταξύ τους για να βγει από κει μέσα ο άνθρωπος σε στίχους και νότες. Είμαστε από τους λίγους λαούς που κουβαλάμε τόσο βίωμα στην τέχνη μας. Υπάρχουν άπειροι άνθρωποι που πρωταγωνίστησαν οι ίδιοι, μεταπλάθοντας τις εμπειρίες σε αισθητική συγκίνηση. Από δω και πέρα όμως τι γίνεται; Δεν ξέρουμε πια να φροντίζουμε το κλασικό στη ζωή μας…
Ο πόνος, το αδιέξοδο και τραγικότητα του ανθρώπου υπάρχουν και σήμερα. Μπορεί ο θάνατος να περνά θεαματικά από τις οθόνες μας αλλά και στη δική μας την «καρναβαλίστικη» κοινωνία δεν λείπουν τα αδιέξοδα και οι μεγάλες ήττες. Μόνο που δεν έχει αίμα και κομμένα κεφάλια (τουλάχιστον ακόμα). Αν λοιπόν η τέχνη του Θεοδωράκη έδεσε τη μεταπολεμική ιστορία, κάτι πρέπει να βρεθεί για να περάσει ως κλασικό δείγμα και στα επόμενα χρόνια.
Αλλά ποιος δάσκαλος έδειξε τον τρόπο στον μαθητή να σεβαστεί την έννοια του κλασικού; Ποιος μίλησε για το πάντρεμα της ποίησης με τον λαϊκό ήχο και τα μεγάλα ανοίγματα των ποιητών στην ελληνική κοινωνία; Και πάλι η καπηλεία των πολιτικών απαξίωσε την ουσία των συμβόλων και έβαλε ετικέτες, καταντώντας σπουδαία έργα σε μέσα προπαγάνδας και αποπροσανατολισμού. (Υπέροχο θέαμα στο Ηρώδειο, να κάθεται στις πρώτες θέσεις ένας παπάς αγκαλιά με τον Κουτσούμπα…).
Μα δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά στη μεταφορά της τέχνης από τη σωστή διαχείριση της εμπειρίας των άλλων. Το κέρδος είναι μεγάλο και δίνει σπέρμα για πολιτισμό, όταν προσαρμόζεις το βίωμα των ηρώων στην καθημερινότητα των θνητών! Αυτό χάθηκε από τη δική μας ζωή για τους πολλούς κι είναι μόνο για λίγους. Γι΄ αυτούς που βάζουν τα δυνατά τους να ζήσουν αξιοπρεπώς και όσο μπορούν πιο ευκίνητα, ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα και φύλλα ξερά… Δεν φτάνουν όμως οι λίγοι. Η «επανάσταση» της δημιουργίας είναι υπόθεση των πολλών!
«Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά
στην κορυφή τους βραδιάζει»
Γιώργος Σεφέρης
(Εδώ ερμηνευμένο από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση)
Από τις πιο όμορφες στιγμές της βραδιάς (Τρίτη, 2 Σεπτεμβρίου)
Αρθρο: Ανδρεας Ζαμπούκας/protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου