Το ντοκιμαντέρ «One more time with feeling» του Άντριου Ντόμινικ με αφορμή το νέο άλμπουμ του Nick Cave και των Bad Seeds εξελίσσεται σε εξομολογητικό ψυχογράφημα που προδίδει τον πόνο του και αποκαλύπτει την αξιοπρέπειά του...
Όταν ο Νικ Κέιβ μιλάει για την αφήγηση, το γήρας και τη δημιουργική διαδικασία φανερώνει μια προσεκτική και επώδυνη ισορροπία ανάμεσα στις λέξεις που αρμόζουν και την επίγνωση της σημασίας και του ειδικού του βάρους – γνωρίζει πως αυτά που κάνει, όσο κι αν αφορούν αυτόν και τους φαν που τον ακολουθούν, δεν παύουν να είναι σχετικά.
Πάνω απ' όλα, διακρίνει τη ματαιότητα χωρίς να την απορρίπτει (είναι και φαίνεται ένας ροκ σταρ, με δανδίστικες εμμονές κάτω από την ευγένεια), ακόμη και τη γελοιότητα της αναπόφευκτης αυτοπροβολής, λέγοντας στον συνεργάτη και παλιό του γνώριμο, σκηνοθέτη Άντριου Ντόμινικ, πόσο αστείο είναι το γύρισμα του ντοκιμαντέρ σε ασπρόμαυρο και 3D.
Ωστόσο, η έξτρα διάσταση είναι χρήσιμη, καθώς ο Κέιβ επιμένει πως οι άνδρες είναι δισδιάστατοι και οι γυναίκες, όπως η σύζυγός του Σούζι, πλάσματα τριών διαστάσεων, δυσεξήγητα και αξιολάτρευτα. Και το ασπρόμαυρο, στους περιορισμένους χώρους του στούντιο και του αυτοκινήτου όπου γυρίζεται σημαντικό μέρος των συνεντεύξεων, υπογραμμίζει, με έναν αβίαστο εστετισμό, το πλαίσιο μέσα στο οποίο προβάρεται και εκτελείται η μοναδική μουσική του.
"Η σύζυγός του ξεκινά
με μια χειρονομία
που ραγίζει καρδιές,
τοποθετώντας στο τραπέζι
μια ζωγραφιά του γιου της
που ανακάλυψε τυχαία στην αποθήκη,
και μετά ο Κέιβ παίρνει τον λόγο,
και χαμηλόφωνα, όπως πάντα,
εξηγεί πως ο οίκτος στα βλέμματα
φίλων και αγνώστων
δεν αλλάζει μια πραγματικότητα
που δεν συνέβη μόνο σε αυτόν
αλλά και στο παιδί που έχασε."
Κι ενώ το «Skeleton Τree» είναι ενδεχομένως το καλύτερο άλμπουμ του εδώ και καιρό,εμπνευσμένο και ευαίσθητο, εντελώς Νικ Κέιβ , η ανατροπή έρχεται στο ανθρώπινο κομμάτι μιας ταινίας που από τραγική συγκυρία δεν είναι ένα ακόμη, βαρετό για τους μη μυημένους, μουσικό ντοκιμαντέρ με επίκεντρο μια καινούργια ηχογράφηση και την επακόλουθη προώθηση.
Ο Κέιβ έχασε τον Άρθουρ, τον έναν από τους έφηβους δίδυμους γιους του, σε ένα δυστύχημα πέρυσι τον Ιούλιο και τίποτα στο πρώτο μέρος δεν μας προδιαθέτει για το ότι ο αλλεργικός στο φτηνό μελό Κέιβ θα αναφερθεί, πόσο μάλλον θα ξανοιχτεί, στο αδιανότητα θλιβερό συμβάν.
Η σύζυγός του ξεκινά με μια χειρονομία που ραγίζει καρδιές, τοποθετώντας στο τραπέζι μια ζωγραφιά του γιου της που ανακάλυψε τυχαία στην αποθήκη, και μετά ο Κέιβ παίρνει τον λόγο, και χαμηλόφωνα, όπως πάντα, εξηγεί πως ο οίκτος στα βλέμματα φίλων και αγνώστων δεν αλλάζει μια πραγματικότητα που δεν συνέβη μόνο σε αυτόν αλλά και στο παιδί που έχασε.
«Είμαστε σαν ένα λάστιχο: όσο κι αν προχωράμε και φαίνεται πως απομακρυνόμαστε από το γεγονός, ξαναγυρνάμε σε αυτό, σαν τον ελαστικό χρόνο» λέει με μισόκλειστα μάτια, αφού πρώτα ξεμπερδεύει με τις παρηγόριες του τύπου «ζει για πάντα στην καρδιά μας». «Δεν είναι αλήθεια, είναι στις καρδιές μας, αλλά δεν ζει στις καρδιές μας πλέον γιατί δεν ζει...».
Με αυτές τις γραμμές και μόνο δεν αναγνωρίζει απλώς το γελοίο αλλά προσπερνά με αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια το χυδαίο που συνοδεύει την περίοδο ίασης, αγκαλιάζοντας το πένθος ήρεμα και φιλοσοφημένα, και κρατώντας τον ενδεχόμενο σπαραγμό μακριά από την κάμερα.
Το ντοκιμαντέρ, που μετά την επίσημη πρεμιέρα του εδώ στη Βενετία θα προβληθεί στις αίθουσες μόνο για μια βραδιά, κλείνει με το «Deep Waters», μια παλιότερη οικογενειακή ηχογράφηση, όπου τα δυο αγόρια του τραγουδούν μαζί, με συνοδεία το πιάνο...
Κι ενώ το «One more time with feeling» συμβαδίζει με την αντίληψη του Νικ Κέιβ περί μη γραμμικής αφήγησης («η ζωή δεν είναι μια ιστορία με αρχή και τέλος αλλά πολλές, η μία πάνω στην άλλη»), το «I called him Morgan» του Κάσπερ Κόλιν ακολουθεί την παραδοσιακή λογική της μουσικής βιογραφίας με πολυσυλλεκτικές μαρτυρίες, αλλά λειτουργεί σωστά, έχοντας μια συναρπαστική και σχετικά άγνωστη ιστορία να διηγηθεί, αυτή της αδόκητης δολοφονίας του ταλαντούχου τρομπετίστα Λι Μόργκαν από τη συμβία του, ένα κρύο νεοϋορκέζικο βράδυ του 1972, στο κλαμπ όπου έπαιζε.
Δύο άνθρωποι από διαφορετικές αφετηρίες, ο Λι και η Έλεν, είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά ενώθηκαν από πραγματική αγάπη. Η ειρωνεία είναι πως εκείνη τον περιμάζεψε τη χειρότερη περίοδο της ζωής του, όταν περιφερόταν σαν ζητιάνος, καταβεβλημένος από την ηρωίνη, και η ίδια του αφαίρεσε τη ζωή.
Με δραματική κατεύθυνση και προσεκτική κλιμάκωση προς το τραγικό περιστατικό, που ξάφνιασε όσους τους γνώριζαν καλά, με συνεντεύξεις και ένα σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο της μοναδικής συνέντευξης της Έλεν μετά την αποφυλάκισή της, λίγους μήνες πριν πεθάνει, το «I called him Morgan» προσφέρει μια χορταστική αναδρομή στους ήχους της Blue Note (της εταιρείας με τη μεγαλύτερη επίδραση στη σύγχρονη τζαζ), με φοβερά κομμάτια που ακούγονται από την αρχή μέχρι το τέλος και ασπρόμαυρες φωτογραφίες που σε μεταφέρουν αυτόματα σε ατμοσφαιρικό κλαμπ της δεκαετίας του '50.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου