Είναι πλέον κοινός τόπος για ένα σημαντικό μέρος της λογοτεχνικής και κινηματογραφικής κριτικής, καθώς και για ένα επίσης σημαντικό μέρος των θεατών και των αναγνωστών, ότι η λογοτεχνία και το σινεμά τρόμου, στις καλύτερες στιγμές τους, λειτουργούν παραβολικά για να σχολιάσουν και να θέσουν ζητήματα που απασχολούν ευρύτερα την κοινωνία...
Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον χώρο του κινηματογράφου αποτελεί ο Τζον Κάρμπεντερ, με ταινίες όπως «Η Ομίχλη» (1980) και «Ζουν ανάμεσα μας» (1988), στις οποίες, η καυστική κριτική του σκηνοθέτη στον καπιταλισμό είναι έντεχνα καλυμμένη με το μοτίβο του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας.
Ακόμη και η μυθολογία των «Ζόμπι» - με εισηγητή του είδους τον σκηνοθέτη Τζορτζ Ρομέρο και το «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» (1968) - περιέχει ταινίες οι οποίες, είτε με προφανή σαρκασμό είτε με εντελώς splatter διάθεση, αναδεικνύουν την σκοτεινή επιρροή του σύγχρονου πολιτισμού στον άνθρωπο, έτσι όπως μόνο η τέχνη μπορεί να το κάνει.
Αντίστοιχο παράδειγμα από τον χώρο της λογοτεχνίας αποτελεί αναμφισβήτητα ο γνωστός και ως «πατέρας του τρόμου», Στίβεν Κινγκ, του οποίου, το διασημότερο και τρομακτικότερο, για πολλούς, βιβλίο του, το «It», μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και προβάλλεται τις επόμενες μέρες και στις ελληνικές αίθουσες.
Το περιστατικό αυτό είναι χαρακτηριστικό των στερεοτύπων που καλλιεργεί η κοινωνία του θεάματος πάνω σε ένα κερδοφόρο «κελεπούρι» όπως ο Κινγκ. Ευτυχώς όμως ο ίδιος ο συγγραφέας, ακριβώς επειδή έχει πράγματα να πει στον αναγνώστη του, δεν πέφτει σε αυτήν την παγίδα: «Ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου ως συγγραφέα τρόμου. Αυτό είναι που νομίζουν οι άλλοι άνθρωποι. Κι εγώ ποτέ δεν είπα λέξη γι’ αυτό. Η Tabby (σσ. η σύζυγός του) ήρθε από το τίποτα, εγώ ήρθα από το τίποτα (…) οπότε, αν ο κόσμος ήθελε να πει “Είσαι αυτό”, όσο τα βιβλία πωλούνταν, ήταν εντάξει. Σκέφτηκα λοιπόν να το βουλώσω και να γράψω αυτό που ήθελα (…)».
Και αυτό έκανε. Έγραψε πάνω από 70 μυθιστορήματα, πάνω από 200 διηγήματα, πλήθος ταινίες βασίστηκαν σε αυτά, βραβεία, αναγνώριση. Αλλά, το σημαντικότερο, ο Κινγκ άσκησε καταλυτική επιρροή στην μεταπολεμική μαζική, pop κουλτούρα. Ακόμη και σε graphic novel μεταφέρθηκαν έργα του («Το Κοράκι», «Ο Μαύρος Πύργος»).
Βιβλία και ταινίες όπως «Στάσου πλάι μου», «Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χεϊγουουρθ», «Το πράσινο μίλι», «Το Αυτό», «Κάρι», «Κριστίν», «Η λάμψη» έγιναν ανάρπαστα και αποτελούν, τόσο ως λογοτεχνήματα, όσο και ως ταινίες, σημεία αναφοράς.
Τι είναι, όμως, αυτό που καθιστά τον Κινγκ ένα κεφάλαιο μόνον του στο λογοτεχνικό σύμπαν; Στην πραγματικότητα είναι η διαφορά ανάμεσα στην ευκολία του να τρομάξεις κάποιον ερχόμενος από πίσω του, χωρίς να σε βλέπει - ένα τρόμαγμα ανούσιο και διαχειρίσιμο γρήγορα από το θύμα με τρόπους όχι και πάντα ευχάριστους για τον θύτη - και στην εξαιρετική δυσκολία να βγάλεις στο φως συλλογικούς και διαχρονικούς φόβους, κοινούς, εν πολλοίς, σε όλη την ανθρωπότητα. Τα πιτσιρίκια που τρομάζουν με τους κλόουν χωρίς φυσικά να έχουν διαβάσει ή ακούσει καν τον Κινγκ είναι πολύ περισσότερα από όσα νομίζουμε. Από αυτήν την άποψη, ο εφιαλτικός κλόουν Pennywise του «It», δεν δημιουργήθηκε από τον Κινγκ, αλλά μάλλον «αποκαλύφθηκε» από τον συγγραφέα.
Ο γεννημένος στις 21 Σεπτεμβρίου του 1947, στο Μέιν των ΗΠΑ - πόλη η οποία αποτελεί το άμεσο και έμμεσο σκηνικό του έργου του - συγγραφέας, μεγάλωσε δύσκολα, από υλικής άποψης, με την μητέρα του αφού ο πατέρας του τους εγκατέλειψε, σπούδασε αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του τόπου του, παντρεύτηκε, έγινε μπαμπάς και δίδαξε επίσης στο Μέιν. Δούλεψε σκληρά για να ταΐζει την οικογένειά του κάνοντας και δουλειές του ποδαριού τις νύχτες για να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα του καθηγητή. Με λίγα λόγια, μέχρι την επιτυχία και τα χρήματα, ζούσε μέσα στον καθημερινό, απόλυτο τρόμο δισεκατομμυρίων ανθρώπων, που ακόμη και η δική του φαντασία δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί: Τον τρόμο του μεροκάματου.
Όλα αυτά σμίλεψαν μια προσωπικότητα μαχητή και σκληρά εργαζόμενου και ως συγγραφέα. Το ταλέντο είναι πιο φθηνό και από το αλάτι στο τραπέζι, έλεγε. Την διαφορά την κάνει η σκληρή δουλειά.
Έχοντας πλήρη γνώση της ψυχοσύνθεσης της μέσης αμερικανικής κοινωνίας, εξύφανε το πιο «σατανικό» και ιδιοφυές λογοτεχνικό σχέδιο: Να της πετάξει στα μούτρα τις φοβίες της. Οι Αμερικανοί είναι εκ φύσεως οπαδοί της αποκάλυψης, λέει και εξηγεί: Ο λόγος είναι ότι πάντα είχαμε τόσα πολλά, που ζούμε με τον θανάσιμο φόβο ότι θα έρθουν κάποιοι και θα μας τα πάρουν.
Αμέσως λοιπόν με το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Carrie», το 1974, δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια ακόμη λογοτεχνική πρόκληση τρομακτικής αδρεναλίνης, αλλά για κάτι ουσιαστικότερο. Η κοπέλα που ασφυκτιά μέσα σε μια βαθιά συντηρητική κοινωνία και το ξέσπασμά της - με τον μανδύα του «υπερφυσικού» - μεταδίδει τόσο εύστοχα κοινωνικά σχόλια που ο ιδιοφυής Μπράιαν ντε Πάλμα δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά για να το μεταφέρει στο σινεμά το 1976.
Ο Κινγκ ψυχογραφεί ανελέητα την αμερικανική κοινωνία, αλλά προσεγγίζει με τρυφερότητα την εφηβεία και την παιδικότητα, σαν να καλεί τον αναγνώστη σε μια αναζήτηση για το πού κάναμε το λάθος. Ίσως γι’ αυτό και το μοτίβο της επιστροφής των ηρώων του στον τόπο καταγωγής τους να είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα στο έργο του. Όπως λέει και ο ίδιος, «η μυθοπλασία είναι η αλήθεια μέσα στο ψέμα».
Στο «Salem’s Lot», το δεύτερο έργο του, αναζωογονεί με μοναδικό τρόπο την μυθολογία των βαμπίρ, επικεντρώνοντας, σχεδόν «εμμονικά», στην σκιαγράφηση των κατοίκων της πόλης, από τον αλκοολικό και τον πάστορα, μέχρι τον άνδρα που δέρνει την γυναίκα του.
Θα ακολουθήσει μια πραγματική επική λογοτεχνική παραγωγή από την Νεκρή Ζωνή (1979) και την Κριστίν (1983) μέχρι τον Σάκο με κόκκαλα (1998) και τα ζόμπι που καταλαμβάνουν τις ΗΠΑ μέσα από το δίκτυο τηλεφωνίας στο Κινητό (2006).
Η ευκολία με την οποία ο Κινγκ μεταπηδά από το ένα λογοτεχνικό είδος στο άλλο, με πάντα εντυπωσιακά αποτελέσματα, είναι πλέον θρυλική. Όπως και η χρήση ψευδωνύμων σε μερικά έργα του, όπως η Οργή (με το ψευδώνυμο Ριτσαρντ Μπακμαν). Το φανταστικό, η επιστημονική φαντασία, ο τρόμος, το κοινωνικό δράμα, ακόμη και το μεσαιωνικό μυθιστόρημα είναι για τον Κινγκ πεδία δόξης λαμπρά.
Ο Κινγκ, όχι μόνο δεν επαναπαύτηκε στην δόξα του, αλλά, μαθημένος και ταγμένος στην σκληρή δουλειά, μοιάζει να μαζικοποιεί την λογοτεχνική του παραγωγή, με δύο, ενίοτε και τρία έργα τον χρόνο. Αποκλείει όμως κάθε πρόθεση αρνητικής κριτικής γι’ αυτό, πριν ακόμη ειπωθεί, αφού δεν κάνει καμία έκπτωση στην ποιότητά του. Κατά κοινή ομολογία, ωστόσο, μία από τις αδυναμίες του έργου του, είναι καμιά φορά το βεβιασμένο τέλος. Από μια άλλη οπτική, ίσως αυτό να δείχνει και μια βαθιά υποτίμηση της πλοκής έναντι της ανάπτυξης των χαρακτήρων.
Στις κατηγορίες ότι απλώς, με την μαζική παραγωγή, σκοπεύει πλέον μόνο σε ακόμη περισσότερα χρήματα ο Κινγκ απαντά ότι απλώς νιώθει την ανάγκη να γράφει. Άλλωστε, έγινε εκατομμυριούχος αρκετά γρήγορα και θα μπορούσε εδώ και πολλά χρόνια απλώς να κάθεται να ψαρεύει και να εισπράττει δικαιώματα. Σαρκάζοντας μάλιστα ο ίδιος την επιτυχία του είχε πει κάποτε ότι «είμαι το λογοτεχνικό ισοδύναμο ενός Big Mac με πατάτες».
Στην πραγματικότητα ο Κινγκ είναι το λογοτεχνικό ισοδύναμο του Ντάσιελ Χάμμετ, του εισηγητή του «νουάρ» μυθιστορήματος στον Μεσοπόλεμο, ο οποίος έσωσε το αστυνομικό μυθιστόρημα από τον βούρκο της υποτίμησης και της απαξίωσης και το καθιέρωσε ως διακριτό λογοτεχνικό είδος. Έτσι και ο Κινγκ, τράβηξε το φανταστικό μυθιστόρημα του τρόμου από τον υπόνομο της κριτικής και το έβαλε στα κλειδαμπαρωμένα μεσοαστικά σαλόνια, τα εφηβικά δωμάτια και τα εργατικά προσκέφαλα, απενοχοποιημένο. Αλλά αρετουσάριστο και το ίδιο άγριο και σκοτεινό, όπως ήταν και έξω στον δρόμο.
Ο Κινγκ, όχι μόνο δεν επαναπαύτηκε στην δόξα του, αλλά, μαθημένος και ταγμένος στην σκληρή δουλειά, μοιάζει να μαζικοποιεί την λογοτεχνική του παραγωγή, με δύο, ενίοτε και τρία έργα τον χρόνο. Αποκλείει όμως κάθε πρόθεση αρνητικής κριτικής γι’ αυτό, πριν ακόμη ειπωθεί, αφού δεν κάνει καμία έκπτωση στην ποιότητά του. Κατά κοινή ομολογία, ωστόσο, μία από τις αδυναμίες του έργου του, είναι καμιά φορά το βεβιασμένο τέλος. Από μια άλλη οπτική, ίσως αυτό να δείχνει και μια βαθιά υποτίμηση της πλοκής έναντι της ανάπτυξης των χαρακτήρων.
Στις κατηγορίες ότι απλώς, με την μαζική παραγωγή, σκοπεύει πλέον μόνο σε ακόμη περισσότερα χρήματα ο Κινγκ απαντά ότι απλώς νιώθει την ανάγκη να γράφει. Άλλωστε, έγινε εκατομμυριούχος αρκετά γρήγορα και θα μπορούσε εδώ και πολλά χρόνια απλώς να κάθεται να ψαρεύει και να εισπράττει δικαιώματα. Σαρκάζοντας μάλιστα ο ίδιος την επιτυχία του είχε πει κάποτε ότι «είμαι το λογοτεχνικό ισοδύναμο ενός Big Mac με πατάτες».
Στην πραγματικότητα ο Κινγκ είναι το λογοτεχνικό ισοδύναμο του Ντάσιελ Χάμμετ, του εισηγητή του «νουάρ» μυθιστορήματος στον Μεσοπόλεμο, ο οποίος έσωσε το αστυνομικό μυθιστόρημα από τον βούρκο της υποτίμησης και της απαξίωσης και το καθιέρωσε ως διακριτό λογοτεχνικό είδος. Έτσι και ο Κινγκ, τράβηξε το φανταστικό μυθιστόρημα του τρόμου από τον υπόνομο της κριτικής και το έβαλε στα κλειδαμπαρωμένα μεσοαστικά σαλόνια, τα εφηβικά δωμάτια και τα εργατικά προσκέφαλα, απενοχοποιημένο. Αλλά αρετουσάριστο και το ίδιο άγριο και σκοτεινό, όπως ήταν και έξω στον δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου