Από τι υλικά φτιάχνεται άραγε ένας «μύθος»; Η Μαρίκα Νίνου ήταν μια τέτοια περίπτωση. Στο μεγαλείο της φωνής της, κούνησαν συγκαταβατικά το κεφάλι ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις, ο Χιώτης, ο Περπινιάδης, ο Μητσάκης... συμφωνώντας πως «το λουλούδι που ανθίζει στα αγκάθια είναι το πιο όμορφο και το σπάνιο απ’ όλα»...
Η σπουδαία αυτή τραγουδίστρια «δίχως να το γνωρίζει φυσικά, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά, τα ονόματα των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής», θα γράψει είκοσι χρόνια αργότερα σε ιδιόχειρο σημείωμά του ο Μάνος Χατζιδάκις αφιερώνοντας στη μνήμη της τον δίσκο του «Πέριξ».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης απ’ την άλλη τη χαρακτηρίζει ως «μοναδική αρτίστα στο πάλκο, με μεταδοτικότητα των τραγουδιών στο κοινό» ενώ μεταξύ άλλων σημειώνει στη αυτοβιογραφία του: «Η συνεργασία μου με την αλησμόνητη Νίνου είναι κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ». Παράλληλα, ο Στελλάκης Περπινιάδης λέει ότι «η Μαρίκα έζησε όπως και το λαϊκό τραγούδι, σύντομα αλλά συγκλονιστικά».
Ο μύθος της Μαρίκας Νίνου ξεκινά από τη Μικρά Ασία, εκεί όπου ζούσαν ήσυχα Έλληνες και Τούρκοι. Ο παππούς της που ήταν ρολογάς στο επάγγελμα, είχε δύο κόρες και ένα γιο. Η ίδια, μάλιστα, έλεγε πως έπαιζε και πολύ ωραίο ούτι σε αγάδες και πασάδες. Τον πατέρα της τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια της γυναίκας και των παιδιών του. Με την καταστροφή της Σμύρνης, τα παιδιά και η μητέρα που ήταν έγκυος, μπαίνουν σε ένα καράβι.
BETTMANN VIA GETTY IMAGES
Εκεί έπιασαν οι πόνοι την μητέρα της και γέννησε ένα όμορφο κοριτσάκι. Από την ταλαιπωρία όμως το παιδί ήταν σχεδόν μισοπεθαμένο. Το έβαλαν γρήγορα στο αμπάρι για να είναι στα ζεστά, ενώ έκαναν τάμα στην Παναγιά για να μην πεθάνει. Ξαφνικά όμως ακούστηκε το κλάμα του μωρού και ο καπετάνιος από τη χαρά του έδωσε στο παιδί το όνομα του πλοίου, που ήταν «Ευαγγελίστρια». Ευαγγελία Αταμιάν, λοιπόν, όπως είναι και το πραγματικό όνομα της Νίνου.
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε γρήγορα στην Κοκκινιά, χωρίς σπίτι, χωρίς ρούχα και ξεκρέμαστοι απ’ όλα. Έφτιαξαν μια παράγκα ενώ η μάνα δούλευε μέρα νύχτα για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο γιος, ο αδερφός της Νίνου δηλαδή, που ήταν και ο μοναδικός άντρας του σπιτιού, σε ηλικία 7 ετών έπρεπε να δουλέψει για να τους ζήσει. Οι δύο μεγαλύτερες αδερφές της, παντρεύτηκαν κι έφυγαν από το σπίτι, μένοντας πίσω η μικρή Βαγγελίτσα και ο μοναδικός άντρας της οικογένειας, ο αδελφός της.
Η Νίνου πήγε σε αρμένικο σχολείο, όπου έμαθε να παίζει μαντολίνο. Στα 17 της παντρεύεται τον πρώτο της σύζυγο, τον Αρμένιο Χάικ Μεσποριάν. Χωρίζει, όμως γρήγορα αφού έχει αποκτήσει ήδη έναν γιο τον Οβανές. Το ’44 γνωρίζει τον δεύτερο άντρα της, τον ακροβάτη και ζογκλέρ, Νίνο Νικολαΐδη και μαζί με τον γιο της αποτελούν ένα καλλιτεχνικό ακροβατικό τρίο, που άκουγε στο όνομα «Δυόμισι Νίνο». Η Ευαγγελία, που εν τω μεταξύ έχει γίνει Μαρίκα (προς τιμήν της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη), έχει υιοθετήσει το ψευδώνυμο Νίνου εμπνευσμένο από το όνομα του συζύγου της. Όμως ήδη από τα είκοσι έξι της έχει προσανατολιστεί στο τραγούδι και στη μεγάλη καριέρα. Συνεχώς παρακολουθεί τον Χιώτη και τον Μητσάκη στο κοσμικό νυχτερινό κέντρο «Πιγκάλς».
Ο μεγάλος δάσκαλος Γιώργος Μητσάκης αναφέρει για τη Νίνου στην αυτοβιογραφία του το εξής:
«Η Νίνου με παρακάλαγε να την αφήνω να λέει ένα δυο τραγούδια. Του Χιώτη δεν του άρεσαν τέτοιες παρεμβάσεις στη δουλειά του, την στραβοκοίταζε. Δεν του άρεσε ο τρόπος που κινιότανε όταν τραγουδούσε».
Στη συνέχεια αναφέρεται στο διάλογο που είχαν οι τρεις τους:
-Νίνου: «Καλέ κύριε Μητσάκη, πες και στον κύριο Χιώτη να βγω να πω κι εγώ ένα τραγουδάκι».
-Μητσάκης: «Ρε Μανώλη, ας την αφήσουμε, που ’μαστε κουρασμένοι, να πει τίποτα κι αυτή».
-Χιώτης: «Τι να βγει να πει δηλαδή;»
Τελικά κάπως έτσι η Μαρίκα Νίνου κάνει το ντεμπούτο της στη σκηνή του «Πίγκαλς».
Έπειτα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (εκεί που βρίσκεται σήμερα το Hotel Park), υπήρχε μια κοσμική ταβέρνα που λεγόταν «Φλώριδα». Η Μαρίκα εμφανίζεται εκεί πλέον αφήνοντας πίσω το «Πιγκάλς», μαζί με τον Στελλάκη Περπινιάδη, τον Χατζηχρήστο και τον Γενίτσαρη, ενώ τελικά στις αρχές του 1949 αποχωρεί από το σχήμα για να γίνει η μούσα του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Στελλάκης Περπινιάδης γράφει στην αυτοβιογραφία του:
«Έμεινε κοντά μου επί πέντε συνεχείς μήνες και αφού έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς και όλα τα τραγούδια της εποχής, και επειδή ήταν άριστη στη δουλειά της, ζήτησε αύξηση, γιατί έπαιρνε μόνο 25 δραχμές μεροκάματο, την οποία αύξηση δεν της έδωσαν. Τότε ήρθε και μου είπε ότι τη ζητούν να πάει στου «Τζίμη του Χοντρού», όπου εργαζόταν ο Τσιτσάνης, με μεροκάματο 90 δραχμές. Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα την βοηθούσε και ο Βασίλης, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, που όλοι μας γνωρίσαμε».
photo: Στελλάκης Περπινιάδης & Μαρίκα Νίνου
Ο Τσιτσάνης βέβαια λέει τα πράγματα λίγο διαφορετικά:
«Εγώ τότε δεν την γνώριζα ακόμα. Ήταν σε κάποιο μαγαζί για δουλειά και έβγαινε κι έλεγε κάτι λίγα τραγουδάκια που ήξερε. Δούλευε αρκετό καιρό εκεί, αλλά χωρίς επιτυχία. Ερχόταν στου «Τζίμη του Χοντρού» και μ’ άκουγε πολλές φορές, και κάποια φορά μού ζήτησε να την πάρω στο μαγαζί. Την άκουσα και δεν άργησα να καταλάβω το ταλέντο της. Κατάλαβα πως με δουλειά θ’ άφηνε εποχή. Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου «Τζίμη» γινόταν χαλασμός από τον κόσμο. Η ουρά έφτανε μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα...
..»Κάθε μέρα συζητούσαν για μας τους δυο. Όπου πηγαίναμε, και για έκτακτες εμφανίσεις στα θέατρα, γινόταν το σώσε. Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη. Όταν τραγουδούσε, κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο στα τραπέζια. Ήταν φοβερή. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει στους μαθητές στα θρανία».
Ο Τσιτσάνης γράφει στα κρυφά τραγούδια για τη Νίνου, κάνουν πρόβες και όταν τον Νοέμβριο του 1949 ο στιχουργός Κώστας Κοφινιώτης κάνει μουσικό διαγωνισμό στο θέατρο «Κεντρικόν», ο Τσιτσάνης παρουσιάζεται εκεί με τη Νίνου. Αυτός είναι και ο λόγος που η προηγούμενη παρτενέρ του, Ιωάννα Γεωργακοπούλου πιάνεται στα χέρια μαζί της. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο «Τζίμης ο χοντρός» αποδεσμεύει την Γεωργακοπούλου και προσλαμβάνει τη Νίνου στο μαγαζί με ενενήντα δραχμές μεροκάματο, ενώ ταυτόχρονα ο Τσιτσάνης γράφει μια τεράστια εμπορική επιτυχία με τίτλο «Ξημερώνει και βραδιάζει».
Στην αρχή της σχέσης τους ο αρχιερέας του ρεμπέτικου της γράφει ενενήντα επτά τραγούδια, μερικά από τα πιο σπουδαία της καριέρας του. Στα επόμενα τρία χρόνια, που η σχέση τους περνάει κρίση η παραγωγή πέφτει κατακόρυφα στα τριάντα οχτώ ενώ τους τελευταίους μήνες πριν φύγει εκείνη για την Αμερική μόλις τέσσερα.
Το 1953 η Μαρίκα Νίνου μαθαίνει πως έχει καρκίνο και σκέφτεται να πάει στην Αμερίκη για να τον παλέψει. Το Σεπτέμβριο του ’54 φεύγει μόνη της και δουλεύει σκληρά πετυχαίνοντας να υπογράψει συμβόλαιο με το κοσμικό κέντρο «Νέο Βυζάντιον» και τη δισκογραφική εταιρεία «Liberty». Δισκογραφεί, ακόμη, ένα νέο τραγούδι «μήνυμα» προς στον παλιό της αγαπημένο, Βασίλη Τσιτσάνη, με τίτλο «Πες μου αν με βαρέθηκες» δια χειρός Μανώλη Χιώτη.
Γυρίζει στην Ελλάδα σε άσχημη κατάσταση και ηχογραφεί και το «Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι» από την ταινία «Στέλλα» του Κακογιάννη. Επιστρέφει στην Αμερική ενώ ο Κώστας Καπλάνης, η Ρένα Ντάλλια και Εύα Στυλ κάνουν κάθε βράδυ έρανο μεταξύ των θαμώνων στα κέντρα «Μπριτάνια» και «Βυζάντιο» για τα έξοδα του νοσοκομείου.
Τον Μάρτιο του’54 ο Τσιτσάνης της δίνει ένα ακόμα τραγούδι με ξεκάθαρα λόγια για το τέλος της μεγαλειώδους σχέσης τους με τίτλο «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα».
Τον Μάρτιο του’54 ο Τσιτσάνης της δίνει ένα ακόμα τραγούδι με ξεκάθαρα λόγια για το τέλος της μεγαλειώδους σχέσης τους με τίτλο «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα».
Η Νίνου παίρνει το τραγούδι, διαβάζει τα λόγια και καταλαβαίνει ότι όλα έχουν πια αλλάξει. Όταν έρχεται η ώρα της ηχογράφησης δεν αντέχει και φεύγει δακρυσμένη. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, η Νίνου επιστρέφει φανερά κλαμένη όμως ηχογραφεί το τραγούδι μια κι έξω με πείσμα.Η ερμηνεία που καταγράφεται είναι συγκλονιστική καθώς το παράπονο και το κλάμα της, εάν παρατηρήσει κανείς με προσοχή, είναι καταγεγραμμένα.
Ο μαύρος Φλεβάρης του ’57 βρίσκει τη μαυρομάτα αρχόντισσα να αργοσβήνει μόνη δίχως συντροφιά και να αφήνει την τελευταία της πνοή ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία. Ο Τσιτσάνης δεν θα πάει να τη δει ποτέ στο νοσοκομείο. Δεν θα πάει ούτε στην κηδεία. Ίσως όμως είναι αυτός που πονάει πιο πολύ απ′ όλους. Τέσσερα χρόνια μετά, με το τραγούδι «Θέλω να είναι Κυριακή» που ερμηνεύει η Καίτη Γκρέι, θα θρηνήσει τη μούσα του και τη μεγάλη αγαπημένη.
70 σφραγισμένα τραγούδια, φωνή συγκλονιστική, ζωή γεμάτη εντάσεις, αναπάντεχος θάνατος….Μα δεν είναι όλα αυτά που θα μείνουν…όχι! Είναι ο μύθος που κυρίευσε τα πάντα και που μαζί του θα πάρει τα κλειδιά ενός καθαρόαιμου ρεμπέτικου τραγουδιού και θα επιβάλει την αλλαγή μιας ολόκληρης εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου